Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ἀπό τήν ἁγιοπατερική παράδοση στήν «μεταπατερική ἀσυνέχεια»



π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνο, μοτίμου καθηγητο Πανεπιστημίου


"Παράδοση στήν γλσσα τς ρθοδοξίας σημαίνει τήν διάκοπη συνέχεια το ρθοδόξου τρόπου πάρξεως, πού κλείνει μέσα του τήν ληθινή πίστη, ς φρόνημα καί στάση ζως σέ λες τίς πτυχές της.

πατριαρχικός ξαρχος μητροπολίτης Κασσανδρείας Ερηναίος μέ τήν ερά Κοινότητα το γίου ρους 30 Σεπτεμβρίου 1910.

1. Θεολογία καί Ποιμαντική Πράξη τς ρθοδόξου κκλησίας μέχρι τήν λωση τς Κωνσταντινουπόλεως πό τούς θωμανούς (1453) εχε ς κύριο στόχο της τήν διαφύλαξη τς ρθοδοξίας, ς τς« παξ τος γίοις παραδοθείσης πίστεως» (ούδ. 3), γιά τήν συνέχεια τς μολογίας καί παραδόσεως τν ποστόλων καί τν γίων Πατέρων. Ατό μως παιτοσε καί τήν λόγ καί ργ πόκρουση τν αρέσεων γιά τήν προστασία το Ποιμνίου καί τήν διασφάλιση τς δυνατότητας σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.

τσι ρθόδοξη κκλησία πό τόν 15ο ς τά τέλη το 19ου αἰῶνα παρέμεινε μετακίνητη στή στάση της πέναντι στόν δυτικό χριστιανισμό, τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό (λουθηρανισμό, καλβινισμό, κ.λπ.) καί τόν γγλικανισμό, πού χαρακτηρίζονται σαφς ς αρετικές κπτώσεις πό τή Μία κκλησία.

Στά ρθόδοξα δογματικοσυμβολικά κείμενα [1] ατς τς περιόδου κφράζεται θετικά ρθόδοξη κκλησιαστική πίστη καί ποκρούονται ο πλάνες τν δυτικοχριστιανικν μάδων, πού χουν στερηθε τόν χαρακτρα τς κκλησίας, σέ μία διατάραχτη συνέχεια καί συμφωνία μέ τήν βυζαντινή ντιρρητική παράδοση τς κκλησίας. Παρέμεινε τσι κμαία ρθόδοξη ατοσυνειδησία, κατά τήν ποία « ρθόδοξος μν νατολική καί ποστολική κκλησία ο μόνον αρετικόν ο προσίεται δόγμα, λλά καί τάς ποψίας ατάς ποκρούεται» [2].

μολογεται, πίσης, χωρίς περιστροφές, τι «ατή μόνη τν νατολικν ρθοδόξων (πάλαι μέν λλήνων, νν δέ Γραικν καί Νέων Ρωμαίων διά τήν Νέαν Ρώμην καλουμένων) χριστιανν πίστις στίν ληθής μόνη κραιφνεστάτη» [3].

Μέ πόλυτη δέ κατάφαση τς ρθοδόξου ταυτότητος διαπιστώνεται, τι «τά λουθηροκαλβινικά καί παπιστικά δόγματα ο συνάδει τ ρθοδόξ μν πίστει, νθίστανται δέ μλλον ατ καί πόρρω τς ληθείας πεσχοίνισται» [4] (χουν πορριφθε).

Μόνη, συνεπς, παραδεκτή βάση τς κκλησιαστικς νώσεως εναι πόλυτος νότης τς πίστεως καί μοφροσύνη στά δόγματα διά τς νεπιφυλάκτου παρά τν τεροδόξων ποδοχς τν ρθοδόξων δογμάτων. Μέ βάση δέ τήν σχετική δλωση το γίου Μάρκου διακηρύσσεται κ νέου τι «ν τος θείοις δόγμασιν οδαμο χώραν χει ποτέ οκονομία συγκατάβασις» [5]. Καί λα ατά λέγονται σέ περίοδο ξουθενωτικς δουλείας καί ταπεινώσεως το Γένους τν ρθοδόξων.

2. ταλάντευτη ατή στάση τς ρθόδοξης κκλησιαστικς γεσίας πέναντι στήν τερόδοξη Δύση λλαξε πίσημα στίς ρχές το 20ο αἰῶνα, πί πατριαρχίας ωακείμ το Γ΄(+1912). Ατό σημαίνει τι μέ πνεμα θετικό γκαινιάζεται στό θναρχικό κέντρο μία νέα στάση πέναντι στήν ποκρουόμενη ως τότε Δύση, κατά τό πνεμα το φιλοδυτικισμο καί τν «οκουμενικν σχέσεων». Τό κύριο σημεο ναφορς δέν θά εναι πλέον νατολή, λλά Δύση, μέ ,τι ατή κφράζει. λλαγή ατή ριοθετεται πό τρία σπουδαα κείμενα το Οκουμενικο Θρόνου, τήν γκύκλιο το πατριάρχου ωακείμ Γ΄ τό 1902 [6], τό Διάγγελμα το 1920 [7] καί τήν γκύκλιο το 1952 [8]. πρώτη πραγματοποιε τό οκουμενιστικό νοιγμα στ Δυτική Χριστιανοσύνη, ν τά λλα χουν καθαρά προγραμματικό χαρακτρα, γκαινιάζοντας καί προωθώντας τήν πορεία πρός τόν Οκουμενισμό μέ τήν «Οκουμενική Κίνηση». συμμετοχή το Οκουμενικο Πατριαρχείου σ’ ατήν δήγησε στίς σημερινές λεγχόμενες πό τήν ρθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Ατό μως συνδέεται μεσα μέ τήν προοδευτική ξίσωση τν δυτικν μολογιν μέ τή Μία κκλησία, τήν ρθοδοξία. Μέ τό Διάγγελμα το 1920 τό Οκουμενικό Πατριαρχεο προσέφερε τόν καταστατικό χάρτη γιά τήν στάση, πού φειλε νά τηρήσει στό μέλλον ρθόδοξη παράταξη μέσα στήν Οκουμενική Κίνηση.

γκύκλιος το 1902 νοιξε τόν δρόμο στή συμμετοχή μας στήν Οκουμενική Κίνηση, τό Διάγγελμα το 1920 προετοίμασε τήν εσοδό μας στό ΠΣΕ, ν πί Πατριάρχου θηναγόρα γκύκλιος το 1952 [9] λειτούργησε ς λοκλήρωση καί πισφράγιση τς προγραμματισμένης ατς πορείας. Γι’ ατό μεγάλοι ρθόδοξοι θεολόγοι, πως ωάννης Καρμίρης καί π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά τήν φοσίωσή τους στό Οκουμενικό Πατριαρχεο, δέν παρέλειψαν νά κφράσουν τόν δισταγμό τους στά νοίγματα ατά καί τίς πιφυλάξεις τους γιά τίς μέσ ατν δρομολογημένες ξελίξεις [10].

πεύθυνη μως καί ντικειμενική κριτική στήν Οκουμενική Κίνηση χει σκήσει σιος ουστνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τόν Οκουμενισμό μέ τόν κόλουθο τρόπο:

« Οκουμενισμός εναι κοινόν νομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τς Δυτικς Ερώπης. Μέσα του ερίσκεται καρδιά λων τν ερωπαϊκν ομανισμν μέ πικεφαλς τόν παπισμόν. λοι δέ ατοί ο ψευδοχριστιανισμοί, λαι α ψευδοεκκλησίαι, δέν εναι τίποτε λλο παρά μία αρεσις παραπλεύρως ες τήν λλην αρεσιν . Τό κοινόν εαγγελικόν νομά των εναι παναίρεσις». Καί διερωτται:

«το ραγε παραίτητον ρθόδοξος κκλησία, ατό τό πανάχραντον Θεανθρώπινον σμα καί ργανισμός το Θεανθρώπου Χριστο, νά ταπεινωθ τόσον τερατωδς, στε ο ντιπρόσωποί της θεολόγοι, κόμη καί εράρχαι, νά πιζητον τήν ργανικήν μετοχήν καί συμπερίληψιν ες τό ΠΣΕ; λλοίμονον, νήκουστος προδοσία» [11].

οκουμενισμός σλες τίς διαστάσεις καί κδοχές του χει ποβε ληθινή βαβυλώνιος αχμαλωσία σχεδόν λων τν τοπικν γεσιν τς ρθοδόξου κκλησίας. καύχηση καί ατοθαυμασμός τν οκουμενιστν μας «γιά μία δθεν νέα ποχή, πού νοιξε τό Οκουμενικό Πατριαρχεο» μέ τίς πατριαρχικές γκυκλίους τν τν 1902 καί 1920, δέν δικαιώνονται, διότι «ατό πού κατορθώθηκε εναι νά νομιμοποιήσουμε τίς αρέσεις καί τά σχίσματα το παπισμο καί το προτεσταντισμο». Ατό εναι τό κατασταλαγμένο συμπέρασμα το π. Θεοδώρου Ζήση [12], τό ποο δίστακτα προσυπογράφω.

3. Εναι, λοιπόν, φανερό τι οκουμενισμός ποδείχθηκε πλέον ς κκλησιολογική αρεση, ς νας «δαιμονικός συγκρητισμός», πού πιδιώκει μία μοσπονδιακή νότητα τς ρθοδοξίας μέ τήν δυτική αρετική πανσπερμία. τσι μως, ρθοδοξία δέν πηρεάζει σωτηριολογικά τόν μή ρθόδοξο κόσμο, διότι χει γκλωβιστε ατή, στά πρόσωπα τν κατά τόπους γεσιν της, στίς παγίδες το οκουμενισμο, πού κατεργάζονται τήν φθορά καί τήν λλοτρίωσή της.

ντί, λοιπόν, κκλησιαστική γεσία μας, νά κολουθε τό παράδειγμα τν γίων Πατέρων μας στή διαφύλαξη τς ρθοδοξίας, ς τς μόνης δυνατότητας σωτηρίας νθρώπου καί κοινωνίας, πράττει κριβς τό ντίθετο. Συμφύροντας τήν ρθοδοξία μέ τήν αρεση, στά ρια το οκουμενισμο, καί οσιαστικά καταξιώνοντας τήν αρετική πλάνη, πιφέρει τήν μβλυνση τν κριτηρίων το ρθοδόξου πληρώματος καί στερε καί ατό καί τόν κόσμο πό τήν δυνατότητα σωτηρίας.

Στήν κατεύθυνση δέ ατή κριβς ποδεικνύεται δαιμονική παρέμβαση τς λεγομένης «Μεταπατερικς Θεολογίας», ποία προσφέρει θεολογική κάλυψη καί στήριξη στήν οκουμενιστική μας στερία καί στήν κατεδάφιση τν πατερικν καί παραδοσιακν μας θεμελίων. Ατό δέν γίνεται, βέβαια, μέ τήν κατ’ εθεαν πολεμική κατά τς συνοδικς καί πατερικς πίστεως –τοναντίον ατή συχνά παινεται ποκριτικά καί ξαίρεται- λλά μέ τήν μφισβήτηση τν νηπτικν προϋποθέσεών της, τήν ποφυγή τς καταδίκης τν αρέσεων καί τήν de facto, τσι, ναγνώρισή τους ς κκλησίας, σωτηριολογικο δηλαδή μεγέθους, σοτίμου μέ τήν ρθοδοξία.

Μέ ατό τόν τρόπο παραμερίζονται τελικά ο γιοι Πατέρες καί διδασκαλία τους μέ τήν νομολόγητη νατροπή τς πίστεως καί πράξεως τς γιοπατερικς Παράδοσης. μεταπατερικότητα, δηλαδή, εναι, στήν οσία της ντιπατερικότητα, διότι ποδυναμώνει τήν πατερική παράδοση, χωρίς τήν ποία ρθοδοξία παραμένει θωράκιστη στή δίνη το οκουμενισμο καί τήν ξυπηρέτηση τν σχεδίων τς Νέας ποχς. Καί γιά νά παραφράσουμε τόν Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες λα πιτρέπονται»!

Κατά τόν γιο Γρηγόριο μως τόν Παλαμ, «τοτό στιν ληθής εσέβεια, τό μή πρός τούς θεοφόρους Πατέρας μφισβητεν»!

πόλυτη δηλαδή πακοή στούς γίους Πατέρες μας."


1. Βλ. ω. Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεα τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, τ. 1, θναι 19602 καί τ. ΙΙ, Άθναι 1953.
2. «ποκρίσεις… πρός τούς γγλικανούς νωμότους, . Καρμίρη, σ. 791.
3. Στό διο, σ. 789.
4. Στό διο, σ. 793.
5. Στό διο, σ. 791.
6. Βλασίου Ι. Φειδ, Α γκύκλιοι το 1902 καί το 1904 ς πρόδρομοι τς γκυκλίου το 1920 ν τ ερυτέρ οκουμενικ προοπτικ τς Μητρός κκλησίας, ρθοδοξία 2003, σ.129-139 (δ:129).
7. Διάγγελμα το Οκουμενικο Πατριαρχείου «Πρός τάς πανταχο κκλησίας το Χριστο», ω. Καρμίρη, σ. 950.
8. Στό διο, σ. 960.
9. πευθύνεται «πρός τάς ατοκεφάλους ρθοδόξους κκλησίας».
10. μέν π. Φλωρόφσκυ τό 1961 πομακρύνθηκε πό τό ΠΣΕ, δέ ωάννης Καρμίρης (τ 1953) δηλώνει περίφροντις πό τίς ξελίξεις: «Εναι προφανές τι νεπιφύλακτος καί νευ ρων συμμετοχή (τς ρθοδοξίας) ες δογματικά συνέδρια καί ργανική σύνδεσις ατς μετά πολυαρίθμων ποικιλωνύμων κκλησιν καί μολογιν καί αρέσεων πί βάσεως δογματικς καί κκλησιολογικς ν τ Παγκοσμί Συμβουλί τν κκλησιν θά σήμαινε παρέκκλισιν πό τς πό το Πατριαρχικο Διαγέλματος το 1920 χαραχθείσης γραμμς περί συνεργασίας ατς μόνον ν τος ζητήμασι το Πρακτικο Χριστιανισμο καί γενικς δέν θά το σύμφωνος πρός τάς θεωρητικάς ρχάς τς ρθοδοξίας καί τήν μακραίωνα παράδοσιν ατς, ς καί τήν διδασκαλίαν καί πρξιν τν πτά Οκουμενικν Συνόδων καί τν μεγάλων Πατέρων ατς» (π. π., σ. 953).
11. π. ουστίνου Πόποβιτς, ρθόδοξος κκλησία καί Οκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
12. Βλ. ρθρο του στόν «ρθόδοξο Τύπο» τς 16.7.2004.

Πηγή μας: