"Ρωμαίγικον δέν φτιάχνεται χωρίς οὔλλοι νά θυσιάσουν ἀρετήν καί πατριωτισμόν...
Ἅγιος παπάς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τόν ἐκρέμασαν εἰς ἕνα δέντρον..., διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καί ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καί Γράμματα."
Στρατηγός
Μακρυγιάννης:
«Δέν βλέπετε ποῦ θέλουν νά κάμουν τήν Ἑλλάδα
παλιοψάθα;»
“Τότε, ἐκεῖ ποῦ καθόμουν
εἰς τό περιβόλι
μου καί ἔτρωγα ψωμί,
πονώντας ἀπό τίς πληγές, ὅπου ἔλαβα εἰς τόν ἀγῶνα καί περισσότερο
πονώντας διά τίς μέσα πληγές ὅπου δέχομαι διά τά σημερινά δεινά
της Πατρίδος, ἦλθαν δύο ἐπιτήδειοι,
ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων,
μισομαθεῖς καί ἄθρησκοι, καί
μοῦ ξηγῶνται ἔτσι: «Πουλᾶς Ἑλλάδα, Μακρυγιάννη».
Ἐγώ, στήν ἄθλιαν
κατάστασίν μου, τούς λέγω: «Ἀδελφοί, μέ ἀδικεῖτε. Ἑλλάδα δέν
πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον ἀγαθόν
πολυτίμητον δέν ἔχω εἰς τήν
πραμάτειάν μου. Μά καί νά τό 'χα, δέν τό 'δινα κανενός. Κι’ ἄν
πουλιέται Ἑλλάδα, δέν ἀγοράζεται
σήμερις, διότι κάνατε τόν κόσμον ἐσεῖς
λογιώτατοι, νά μήν θέλει νά ἀγοράσει κάτι τέτοιο».
Ἔφυγαν αὐτοί. Κι’ ἔκατσα σέ
μίαν πέτραν μόνος καί ἔκλαιγα. Μισός ἄνθρωπος
καταστάθηκα ἀπό τό ντουφέκι τοῦ Τούρκου,
τσακίστηκα εἰς τίς περιστάσεις τοῦ ἀγῶνα καί...
κυνηγιέμαι καί σήμερον. Κυνηγιώνται καί ἄλλοι ἀγωνιστές
πολύ καλύτεροί μου, διότι ἐγώ εἶμαι ὁ τελευταῖος καί ὁ
χειρότερος. Καί οἱ πιό καλύτεροι ὅλων ἀφανίστηκαν.
Αὐτοί ποῦ θυσίασαν
ἀρετή καί
πατριωτισμόν, γιά νά εἰπωθεῖ ἐλεύτερη ἡ Ἑλλάδα κι’
ἐχάθηκαν
φαμελιές ὁλωσδιόλου, εἶπαν νά
ζητήσουν ἕνα ἀποδειχτικόν
ποῦ νά λέγει
ὅτι ἔτρεξαν
κι’ αὐτοί εἰς τήν ὑπηρεσίαν
τῆς
Πατρίδος καί Τοῦρκο δέν ἄφηκαν ἀντουφέκιγο.
Πῆγε νά’
νεργήσει ἡ Κυβέρνηση καί βγῆκαν κάτι
τσασίτες καί σπιγούνοι, ποῦ δουλεύουν μῖσος καί ἰδιοτέλεια,
καί εἶπαν «ὄχι». Καί
εἶπαν καί
βρισιές παλιές διά τούς ἀγωνιστές. Γιά νά μήν πάρουν τό ἀποδειχτικόν,
ἕνα χαρτί
ποῦ δέν
κάνει τίποτες γρόσια.
Πατρίδα νά θυμᾶσαι ἐσύ αὐτούς ὅπου, διά
τήν τιμήν καί τήν λευτερίαν σου, δέν λογαρίασαν θάνατο καί βάσανα. Κι’ ἄν ἐσύ τούς
λησμονήσεις, θά τούς θυμηθοῦν οἱ πέτρες
καί τά χώματα, ὅπου ἔχυσαν αἵματα καί
δάκρυα.
Θεέ, συχώρεσε τούς παντίδους, ποῦ θέλουν
νά μᾶς πάρουν
τόν ἀγέρα ποῦ ἀναπνέομεν
καί τήν τιμήν ποῦ μέ ντουφέκι καί γιαταγάνι
πήραμε. Ἐμεῖς τό
χρέος, τό κατά δύναμιν, ἐπράξαμεν. Καί αὐτοί βγῆκαν
σήμερον νά προκόψουν τήν Πατρίδα. Μᾶς γέμισαν
φατρία καί διχόνοιαν. Καί τήν Πατρίδα δέν τήν θέλουν Μητέρα κοινή. Ἀμορόζα εἰς τά
κρεβάτια τούς τήν θέλουν. Γι’ αὐτό περνοῦν καί
ρεθίζουν τόν κόσμον μέ τέχνες καί καμώματα.
Καί καζαντίσαν αὐτοί
πουγγιά καί ἀγαθά καί ἀφήκαν
τούς ἀγωνιστές,
τίς χῆρες καί
τά ὀρφανά εἰς τήν ἄκρην. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι
λύκοι, ποῦ φέραν δυστυχήματα καί κίντυνον εἰς τόν
τόπον. Ἄς ὄψονται.
Τότε ποῦ ἡ Τουρκιά ἐκατέβαινε
ἀπό τά
ντερβένια καί ὀλίγοι ἔτρεχαν μέ
ὀλίγα
ντουφέκια, μέ τριχιές δεμένα, νά πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ἤ θάνατον,
οἱ φρόνιμοι
ἀσφάλιζαν
τίς φαμελιές τούς εἰς τά νησιά κι’ αὐτοί
τρέχαν εἰς
ρεματιές καί βουνά, μή βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ ὅταν ἀκοῦγαν τά
ντισμπάρκα τῶν Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν
δικήν τους τήν Πατρίδα καί κυνηγοῦν τούς ἀγωνιστές.
Ἐγίναμε
θηρία ποῦ θέλουν
κριγιάτα (κρέατα) ἀνθρώπινα νά χορτάσουν. Καί
χωρίζουν τόν κόσμον σέ πατριῶτες καί ἀντιπατριῶτες. Αὐτοί γίναν
οἱ
σημαντικοί της Πατρίδος καί οἱ ἄλλοι νά
χαθοῦν. Δέν
ξηγιώνται γλυκότερα νά φυλάξωμεν Πατρίδα καί νά δοῦμεν
λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δέν φτιάχνεται χωρίς οὔλλοι νά
θυσιάσουν ἀρετήν καί πατριωτισμόν. Καί χωρίς νά πάψει ἡ μέσα, ἡ δική μας
τυραγνία.
Καί βγῆκαν τώρα
κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες,
σπορά τῆς ἐβραιουργιᾶς, ποῦ εἶπαν νά μᾶς σβήσουν
τήν Ἁγία
Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιά
δέν μᾶς θέλει
μέ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον. Καί ἐκάθησα
καί ἔκλαιγα
διά τά νέα παθήματα. Καί ἐπῆγα πάλιν
εἰς τούς
φίλους μου τούς Ἁγίους. Ἄναψα τά
καντήλια καί ἐλιβάνισα λιβάνιν καλόν ἁγιορείτικον.
Καί σκουπίζοντας τά δάκρυά μου
τούς εἶπα:
«Δέν βλέπετε ποῦ θέλουν
νά κάμουν τήν Ἑλλάδα παλιοψάθα; Βοηθεῖστε,
διότι μᾶς
παίρνουν, αὐτοί οἱ
μισοέλληνες καί ἄθρησκοι, ὅ,τι
πολυτίμητον τζιβαϊρικόν ἔχομεν. Φραγκεμένους μᾶς θέλουν
τά τσογλάνια τοῦ τρισκατάρατού του Πάπα. Μήν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου
αὐτά τά
γκιντί πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νά μασκαρέψουν καί νά
ἀφανίσουν
τούς Ἕλληνες,
κάνοντας περισσότερα κακά ἀπό αὐτά ποῦ
καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός
μας».
Ἕνας δικός
μου ἀγωνιστής
μου ἔφερε καί
μοῦ διάβασεν
ἕνα
παλαιόν χαρτί, ποῦ ἔγραψεν ὁ
κοντομερίτης μου Ἅγιος παπάς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Τόν ἐκρέμασαν
εἰς ἕνα
δέντρον Τοῦρκοι καί Ἑβραῖοι, διότι
ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος
παντοῦ καί ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία
καί Γράμματα.”
Πηγή μας: