Αγαπημένε
μας Δάσκαλε,
ευχαριστούμε τον πανάγαθο Θεό, που ευτυχήσαμε να σε έχουμε φωτεινό οδοδείκτη, όχι μόνο στα χρόνια των σπουδών αλλά κυρίως στα σκοτάδια των καιρών!
ευχαριστούμε τον πανάγαθο Θεό, που ευτυχήσαμε να σε έχουμε φωτεινό οδοδείκτη, όχι μόνο στα χρόνια των σπουδών αλλά κυρίως στα σκοτάδια των καιρών!
Καλό
Παράδεισο Δάσκαλε!
Φεύγεις
λίγο πριν τα επερχόμενα δικαιώσουν τον αγώνα σου για την Ρωμηοσύνη.
Πλέον, ο δικαιοκρίτης Κύριος στις ουράνιες μονές Του σού απονέμει «τον στέφανον της
δικαιοσύνης».
Έμεινες
όρθιος και αγέρωχος απέναντι στα αγρίως επαφρίζοντα κύματα της ισοπεδωτικής εποχής μας.
Κράτησες
και μας όρθιους Δάσκαλε, σε αυτόν τον υψηλό και άοκνο αγώνα για την Ορθοδοξία
και την Πατρίδα, για το Ρωμαίικο, όπως έλεγες, μεγάλε και ασυμβίβαστε αγωνιστή!
Σε
ευχαριστούμε που δεν μάς γέμισες με «κούφια» και πλάνα λόγια αλλά μάς πρόσφερες το πιο ιεροπρεπές παράδειγμα!
Για
όλα σε ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ, καλέ μας Δάσκαλε!
Να
είσαι βέβαιος ότι ο ευγενής αγώνας συνεχίζεται μέχρι την αναγέννηση της
Ρωμηοσύνης!
Την
ευχή σου να έχουμε.
Με πόνο
καρδιάς, ευγνωμοσύνη,
προσμονή κι ελπίδα
προσμονή κι ελπίδα
Παρασκευάς Ι. Λαλιώτης
Τό
πολιτικό πρόβλημα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ
"Ἡ
θεμελίωση Κρισιμότατη καμπή γιά τή ρωμαίικη - ἑλληνορθόδοξη
πραγματικότητα ὑπῆρξε ἡ
συνάντηση μέ τά δυτικά φῶτα. Ὁ
Διαφωτισμός, ὡς πνευματική καί κοινωνική πλημμυρίδα, ποῦ εἶχε
κατακλύσει τήν Εὐρώπη, ἦλθε νά ἀναταράξει
καθολικά τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή,
ποῦ ἐκινεῖτο μέσα
στό ὀρθόδοξο -
ἐκκλησιαστικό
πλαίσιο μέ τίς καθιερωμένες πρακτικές του. Ὁ
διαφωτιστικός - γνωσιολογικός καί κοινωνικοπολιτικός - ριζοσπαστισμός εἰσέδυσε
στήν ἑλληνική
διανόηση, ἀναπροσαρμόζοντας τά συστατικά της ἑλληνικῆς ἰδεολογίας
καί ἀναπροσανατολίζοντας
τούς στόχους της. Τό αἴτημα, ἄλλωστε, τῆς
«μετακένωσης» ἐπέβαλε τή μεταφορά τῶν εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν καί δομῶν -αὐτούσιων
μάλιστα- στήν «καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολήν».
Οἱ κοραϊκές
ὅμως
προϋποθέσεις τῆς «μετακένωσης» βαρύνονται ἀπό τό
τερατῶδες
λάθος, ὅτι ἡ εἰσαγόμενη
στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή «Εὐρώπη» οὔτε
«κλασική» Ἑλλάδα ἦταν, οὔτε
«ρωμαίικη», ἀφοῦ ἡ μέν ἑλληνικότητά
της εἶχε
περάσει μέσα ἀπό τούς ἀλλοτριωτικούς
μηχανισμούς τοῦ φράγκικου σχολαστικισμοῦ, ἡ δέ Ὀρθοδοξία
μέσα στόν παπικό συγκεντρωτισμό καί τήν προτεσταντική πολυδιάσπαση εἶχε χαθεῖ γι’ αὐτήν ἀμετάκλητα.
Τό κοινωνικοπολιτικό ἐντούτοις
μοντέλο, ποῦ εἶχε
διαμορφωθεῖ στή φραγκική Εὐρώπη,
μεταφυτεύθηκε σταδιακά καί στόν ἑλληνικό χῶρο,
τουλάχιστον ἀπό τούς διαφωτιστές ἐκείνους, ποῦ δέν εἶχαν ἐσωτερική
σχέση μέ τήν προγονική τους παράδοση. Καί αὐτό ἦταν τό εὐρωπαϊκά
δομημένο καί πρός τήν «καθολική μας μητρόπολη» -κατά τόν Κ. Μοσκώφ- μόνιμα
προσανατολισμένο ἐθνικό κράτος.
Ἡ
μεθοδευμένη μάλιστα καί συστηματικά καλλιεργούμενη στροφή στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὡς
πολιτιστική πηγή τῆς Εὐρώπης,
λειτούργησε ὡς συνειδησιακός καταλύτης μέ ἄμεσα ἀποτελέσματα
στήν ἀποστροφή
πρός τό ἐθναρχικό
κέντρο τῆς
Ρωμηοσύνης, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί
τόν προσανατολισμό στό στενό - κλειστό «κράτος», στά ὅρια τῆς ἀρχαίας ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδας
καί μέ κέντρο ὄχι πιά τήν Πόλη, ἀλλά
μονιστικά τήν Ἀθήνα, γιά τήν ὁριστική
λήθη τῆς Ὀρθόδοξης
Αὐτοκρατορίας
τῆς Νέας
Ρώμης, τῆς ἑλληνορθόδοξης
Ρωμανίας.
Μέ τούς δυτικότροπους (γιατί ὑπῆρχαν καί
παραδοσιακοί) Διαφωτιστές καί τά ὁράματά
τους ἔπεσε τό
Γένος στήν καλοστημένη παγίδα τῆς Φράγκικης Εὐρώπης καί
τοῦ ἀνθελληνισμοῦ τῶν ἀπογόνων
του Καρλομάγνου, ὥστε νά δομηθεῖ τό ἑλληνικό
Κράτος ὄχι πάνω
στά παραδοσιακά θεμέλιά του, ἀλλά ἀντιγράφοντας
τά προϊόντα τῶν εὐρωπαϊκῶν μακραίωνων
ἐξελίξεων,
ποῦ εἶναι ὁλότελα
ξένα στήν ρωμαίικη - ἑλληνορθόδοξη ἱστορική
σάρκα καί διαμετρικά ἀντίθετα πρός τήν ὀρθόδοξη
παράδοση, ὥστε καμιά συμφωνία καί σύμπτωση ἀνάμεσά
τους νά εἶναι δυνατή.
Τό αἴτημα τῶν
Διαφωτιστῶν γιά ἑλληνικό
κράτος εὐρωπαϊκοῦ τύπου,
ποῦ θά
πραγματώσει τούς ὁραματισμούς τους, θά γίνει μέ
τούς Βαυαρούς πραγματικότητα, ἔστω κι ἄν
χρειάσθηκαν περισσότερα ἀπό 150 χρόνια, γιά νά ἐκπληρώσει
τό κράτος αὐτό τίς διαφωτιστικές προσδοκίες. Δέν μποροῦμε ὅμως νά
κατανοήσουμε τίς σημερινές σχέσεις, οὔτε πολύ
περισσότερο νά ἀναζητήσουμε κάποιες ἀναγκαῖες
βασικές ἰσορροπίες,
πέρα ἀπό
καιροσκοπικούς συμβιβασμούς, ἄν δέν λάβουμε ὑπόψη, πῶς ὀργανώθηκε
τό ἑλληνικό
κράτος μέσα στή Βαυαροκρατία.
Καρπός τῆς εὐρωπαϊκῆς -
κοραϊκῆς ἰδέας τό
κράτος αὐτό, θά
θέσει ἀπό τήν ἀρχή ὡς μέτρο τῆς ἀνάπτυξής
του τόν καθολικό ἐξευρωπαϊσμό του, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν ἦταν
δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ χωρίς περιθωριοποίηση καί ἐγκατάλειψη
τοῦ
ρωμαίικου - ὀρθόδοξου πλαισίου ζωῆς καί ὅλων τῶν
παραμέτρων του. Ἡ πολιτειακή φιλοσοφία τῶν Βαυαρῶν, σέ
σχέση μέ τόν Διαφωτισμό, ἐκφράσθηκε μέ μία ἀριστοτεχνικά
σχεδιασμένη καί ἔκτοτε κατά κανόνα συνεχιζόμενη
παραλλαγή. Φαινομενικά εὐνόησε (ὑπερτροφικά
γιά πολλούς) τή Θρησκεία, δίνοντας τήν ἐντύπωση
μάλιστα ἐπιστροφῆς στή
συντήρηση. Καί πράγματι στράφηκε στή συντήρηση, ἀλλά ὄχι στήν
παράδοση! Μέ τήν ἀποκοπή της ἀπό τό Οἰκουμενικό
- Ρωμαίικο πλαίσιο, ἡ Ἐκκλησία
(1833), ἀπό ἐθναρχικό
σῶμα
γίνεται ἕνας
κρατικός θεσμός, ὑποβοηθητικός τῶν σκοπῶν τοῦ Κράτους.
Οἱ Βαυαροί,
βέβαια, συνεδύασαν τίς εὐρωπαϊκές πολιτειακές κατευθύνσεις
μέ τήν προτεσταντική πολιτειακή ἀντίληψη,
ποῦ
περιέκλειε καί τήν ἔννοια τῆς κρατικῆς
θρησκείας (σύμφωνα μέ τήν ἀρχή: cujus regio, eius religio).
Καί αὐτό οὐσιαστικά ὑπηρετοῦσε τό
πραξικοπηματικό αὐτοκέφαλό του 1833 (Staatskirchentum).
Ὁ ἐκκλησιαστικός
ὀργανισμός
γίνεται τώρα μία κρατική θρησκευτική ὑπηρεσία,
ποῦ θά δίνει
μέν ἕνα
θρησκευτικό χρῶμα στήν σύνθεση τῆς
κοινωνίας -ἐρεθιστικό γιά τούς Διαφωτιστές- ἀλλά δέν
θά ἔχει ἀποφασιστικό
ρόλο στήν πραγμάτωση τοῦ Ἕλληνα ἀνθρώπου
καί στήν πορεία τοῦ Ἔθνους. Ἀντίθετα,
μπορεῖ νά γίνει
ἄνετα
λόγος γιά ἀποεκκλησιοποίηση τοῦ
κοινωνικοῦ χώρου, παρά τήν φαινομενική θρησκευτικότητα,
μέ τήν αὐταπάτη τῶν
δημόσιων θρησκευτικῶν τελετῶν, ποῦ ἁπλούστατα
ἐνισχύουν ἔκτοτε τήν
κρατική ἰδεολογία.
Ἀπό τήν ἐκκλησιαστικότητα,
ὡς
καθολική θεονομία, ἔπεσε τό ΄Ἔθνος στήν
κρατική θρησκευτικότητα, ὡς νεοειδωλολατρία.
Ἡ ἑλληνική
Πολιτεία, διαφωτισμένη καί προτεσταντίζουσα, θά βλέπει τήν παραδοσιακή πίστη τοῦ Λαοῦ καί τήν
θεσμική ἐκπροσώπησή
του, τόν Κλῆρο - Ἱεραρχία, ὡς μέρος τῆς κρατικῆς μηχανῆς καί θά
τό «χρησιμοποιεῖ», ὅπως ὅλα τά ἄλλα. Τό
πλαίσιο, συνεπῶς, διαμόρφωσης τοῦ Ἕλληνα δέν
θά εἶναι πιά
τό ἐκκλησιαστικό
σῶμα μέ τήν
παράδοσή του, ἀλλά ἡ
Πολιτεία, στήν συντηρητικότητα ἤ προοδευτικότητά της, ποῦ κι αὐτές θά
προσδιορίζονται ἀπό τίς ἐμπειρίες
τῆς Εὐρώπης, ὡς εὐρωπαϊκός
συντηρητισμός ἤ εὐρωπαϊκή
προοδευτικότητα. Στά δεκαεπτά χρόνια του σχίσματος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας
(1833-1850) κυοφορήθηκε κοινωνικά καί πολιτικά ὅλη ἡ
μεταγενέστερη Ἑλλάδα. Στά κατοπινά χρόνια θά πραγματοποιηθοῦν (μέ
κάποιες παλινδρομήσεις λόγω τῆς παθητικῆς ἀντίστασης
τοῦ ἀνυποψίαστου
Λαοῦ), ὅλες οἱ εἰλημμένες ἤδη γιά
τόν ἐξευρωπαϊσμό
μᾶς ἀποφάσεις.
Ἡ
πραγμάτωση
Ἐξευρωπαϊσμός
σημαίνει ἀναγκαστικά ἐκφράγκευση,
μετάσταση δηλαδή συνόλου τοῦ ἐθνικοῦ βίου
στόν τρόπο ζωῆς τῆς φραγκικῆς καί
μεταφραγκικῆς Εὐρώπης. Σ’
αὐτήν δέ
τήν διαδικασία, ὅσον ἀφορᾶ στόν
πολιτικό μας χῶρο, ἐξευρωπαϊσμός
σήμανε πρῶτα, μεταφύτευση τῶν ἀρχῶν καί
μηχανισμῶν τῆς δυτικῆς
κοινωνίας στήν Ἀνατολή, ποῦ ἦταν ἑπόμενο νά
συνοδευθεῖ ἀπό τήν
μεταφορά καί τοῦ ριζοσπαστκότερου σκέλους τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
Διαφωτισμοῦ, τοῦ μαρξισμοῦ, στόν ὁποῖο
κορυφώθηκε ἡ μακραίωνη διαλεκτική πολιτική διαδικασία τῆς Δ. Εὐρώπης.
Ἐπειδή ὅμως αὐτά τά εἰσαγόμενα
στήν ἐθνική ἰδεολογία
καί ζωή στοιχεῖα εἶναι ὁλότελα
ξένα πρός τήν ἐγχώρια παράδοση, ἦταν ἑπόμενο
μόνο μέ τήν περιθωριοποίηση τῆς παραδόσεως νά μποροῦν νά ἐπικρατήσουν.
Γι’ αὐτό ἡ μέν
«προοδευτική» παράταξη θά ἀντιμάχεται μόνιμα ὅ,τι εἶναι –ἤ
φαίνεται– ὡς παράδοση, ἡ δέ
πολιτική συντήρηση θά ἀνέχεται στοιχεῖα τῆς
παραδόσεως, ἀλλά στό χῶρο τῶν
μουσειακῶν ἐπιβιώσεων
ἤ ἐκθεμάτων
λαογραφικοῦ χαρακτήρα, καί ὄχι ὡς ζωτικά
καί ζωοποιητικά συστατικά της ἑλληνικῆς ὕπαρξης.
Τόν λόγο τοῦ Κ.
Μοσκώφ «ἡ ὀρθοδοξία
παραμένει στά πλατύτερα στρώματα λαϊκή» (Εἰσαγωγικά
στήν Ἱστορία τοῦ
κινήματος τῆς ἐργατικῆς τάξης…,
Ἀθήνα
1985, σ. 93) ἕνας ἐκκλησιαστικός
τά καταλαβαίνει μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ πλατειά
λαϊκή βάση διασώζει ἀνεπίγνωστα τίς παραδοσιακές ἡσυχαστικές
πρακτικές – καί ὄχι μόνο στά πνευματικά ζητήματα –
ἀλλά σέ ὅλο τό
φάσμα τῆς ζωῆς. Καί εἶναι αὐτό τό
πλαίσιο ζωῆς, ποῦ ἄλλαξε καί
ἀλλάζει
συνεχῶς ἡ εὐρωπαϊκή ἀλλοτρίωση
τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία τά
τελευταία χρόνια εἰσδύει στό ἐθνικό σῶμα νομικά
κατοχυρωμένη καί κατευθυνόμενη. Θά σταθοῦμε
δειγματοληπτικά σέ κάποιες εὔγλωττες περιπτώσεις
δυτικοποίησης:
Ἕνα Λαό,
ποῦ ὁρίζει
στόν καθημερινό του λόγο τήν ἀπαξία κάποιου μέ τήν ἡσυχαστικῆς
προέλευσης φράση: «δέν ἔχει Θεό μέσα του» (ἡ ἐνοίκηση
τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ὀρθόδοξα ἡ
καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου)·
ἕνα Λαό ποῦ ἀκόμη καί
σήμερα διασώζει τήν πίστη του στό θαῦμα, στήν
παρουσία δηλαδή καί φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορική
πραγματικότητα καί δέχεται τήν προτεραιότητα τῆς Χάρης,
ζητοῦμε νά τόν
ἐγκλωβίσουμε
στά στεγανά κάποιου συστήματος καί στήν ὀρθολογικότητά
του. Σ’ ἕνα Λαό,
ποῦ εὔχεται ἀκόμη στά
γλέντια του γιά «καλή καρδιά», δηλαδή «καθαρή –ἀπό πάθη–
καρδιά», ὅπως ἀκριβῶς καί στή
λατρεία τοῦ «ἐν καθαρά
καρδία σέ δοξάζειν…» καί «ξαγορεύεται», γιά νά συμφιλιωθεῖ μέ τούς ἀδελφούς
τους καί νά κάμει Ἀνάσταση («συγχωρήσωμεν πάντα τή Ἀναστάσει
καί οὕτω
βοήσωμεν, Χριστός ἀνέστη…»), μεταφέρεται ὁ δυτικός ἰδεολογικός
διχασμός μέ τίς κομματικές του συγκρούσεις, ξένες ὁλότελα, ὡς πρός τό
περιεχόμενό τους στήν ἑλληνική νοοτροπία, ποῦ δέν ἀγνοεῖ βέβαια
συγκρούσεις, ἀλλά μέσα στά δικά της ἑνιαία
πλαίσια.
Εἰσάγεται
δηλαδή ὁ Λαός μας
στήν πόλωση τῶν παρατάξεων, ποῦ ἀλληλοαναιροῦνται, ἔστω καί ἄν ἡ μία εἶναι
παραλλαγή τῆς ἄλλης. Ἕνα Λαό,
ποῦ ἡ ἱστορική
του παρουσία δέθηκε μέ τήν αὐτοθυσία καί τήν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητας
(π.χ Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι, 1940, Ἀντίσταση,
Κύπρος), τόν ἐγκλωβίζουμε στά «ἀτομικά
δικαιώματα καί τίς νομικές διεκδικήσεις, τήν προτεραιότητα δηλαδή τοῦ νεκροῦ
γράμματος τοῦ Νόμου. Ἴσως γι’ αὐτό ὁ Ρωμηός -
Νεοέλληνας αἰσθάνεται ἡδονή
παραβαίνοντας τό νόμο. Γιατί οἱ περισσότεροι νόμοι ἔγιναν,
γιά νά φυλακίζουν τήν ἐλευθερίαν τοῦ μέσα στό
«σύστημα». Κι αὐτό ποῦ λέμε δέν
ἔχει καμιά
ἀπολύτως
σχέση μέ τήν γνωστή ἀναρχία, γιατί κι αὐτή, μέ τή
μορφή ποῦ
κυκλοφορεῖται στόν τόπο μας, πάλι ξενόφερτη εἶναι. Ὁ λόγος εἶναι γιά
τήν ἀναρχία
τήν κλεφτουριᾶς καί τῶν Ὀρεινῶν της
Τουρκοκρατίας, τῆς ἡρωικῆς δηλαδή
παρακοινωνίας, ποῦ ἡ ὕπαρξή της
ἁπλωνόταν
στά ὅρια
Κτιστοῦ καί Ἀκτίστου,
στό θεονόμο ἦθος τοῦ
«πειθαρχεῖν Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»
(Πράξ. 5, 29)
Τό δράμα ὅμως τῆς
νεώτερής μας ἱστορίας εἶναι, ὅτι ὅλες οἱ ἀλλαγές
στήν ἐθνική
παράδοση γίνονται ἐρήμην του Λαοῦ, ἐπιβαλλόμενες
ἀπό τήν
Διανόηση καί τήν Πολιτική Ἡγεσία. Ἀρκεῖ νά ὑπενθυμίσω
τό συνταγματικά μέν καθιερωμένο, ἀλλ’ οὐδέποτε ἐφαρμοζόμενο
δημοψήφισμα γιά θέματα ὑψίστης ἐθνικῆς
σημασίας. Ἔτσι λειτούργησε ἡ
διαδικασία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ἀπ’ τό
ξεκίνημά της. Ἔπρεπε νά ἀποξενωθεῖ ὁ Λαός ἀπό τήν ἐκκλησιαστική
του παράδοση, γιατί τό ἤθελαν οἱ Εὐρωπαῖοι καί ὁ
Φαρμακίδης, ὑποκαθιστώντας τήν μέ ἕνα
κατασκεύασμα - σύγκραση Διαφωτισμοῦ, Ἰωσηφινισμοῦ,
Προτεσταντισμοῦ καί εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς. Τό ἐρώτημα εἶναι,
βέβαια, πόση σχέση εἶχε ὁ
Φαρμακίδης καί ὅλοι οἱ
συνεχιστές του μέ τήν παράδοση, ποῦ ζητοῦσε νά ὑποκαταστήσει.
Ὁ λόγος τοῦ Κ. Οἰκονόμου εἶναι ἐδῶ
καταλυτικός: «Ἱερομόναχος τῆς ἐν λόγοις
μέν παιδείας ἐγκρατής (…) ἀλλ’ εἰς οὐδέν ἀνήκων
μοναστήριον ἤ Ἐκκλησίαν
οὐδεμιᾶς τοῦ Κράτους ἐπισκοπῆς». Ἄλλο ἀνάλογο
τραγικό σύμπτωμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
μιμητισμοῦ –παπάς καί αὐτός– ἦταν ὁ ἀκραῖος
διαφωτιστής Θεόφιλος Καΐρης, ποῦ ἀντί γιά
μία (ἀναγκαία) ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς
παράδοσης, κατασκεύασε τό «δικό» του εὐρωπαΐζον
σύστημα μίας ἱεροκρατικῆς
κοινωνίας, θεμελιωμένης στόν (ἀστικό) τεκτονισμό καί τόν εὐσεβισμό,
καί ὡς ἕνα βαθμό
στό ἰδεολογικό
πλέγμα τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης.
Καί οἱ δύο εἶναι
χαρακτηριστικά παραδείγματα γιά τό πῶς
λειτουργεῖ ὁ ἐκδυτικισμός
στόν τόπο μας.
Στή διαδικασία ὅμως τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ἔλαβε
μέρος καί ἡ «ἐπίσημη» ἐκκλησιαστική
παράταξη, μέ πρώτη τήν ἀκαδημαϊκή μας Θεολογία. Ἐπηρεασμένη
ἡ
τελευταία ἀπό τήν διαφωτισμένη εὐρωπαϊκή
θεολογία, δέν μπόρεσε στό σύνολό της νά ἀγαπήσει
τή λαϊκή εὐσέβεια καί ἰδεολογία
τῶν
Κολλυβάδων, τοῦ Μακρυγιάννη καί τοῦ
Παπαδιαμάντη. Ἀλλ’ ἐνῶ κατά
κανόνα ἡ ἀκαδημαϊκή
Θεολογία, μέσα στόν «ἐπιστημονισμό» της,
προτεσταντίζει, ἡ ἐκκλησιαστική
Ἡγεσία, ἐγγυστωμένη
στήν συντηρητικότητά της, κατά κανόνα παπίζει, λειτουργεῖ δηλαδή
δεσποτικά. Ὁ παπικός - δεσποτικός συντηρητισμός, ποῦ
συμβαδίζει στήν Ἀνατολή μέ τήν ἐξάπλωση
τοῦ
Βααρλαμικοῦ Ἀντιησυχασμοῦ,
στηρίζεται ὄχι στό Πνεῦμα καί τή
Χάρη, ἀλλά στήν ὑλική
δύναμη καί τήν ἐξουσία. Τό «σκοτάδι» (Μάτθ. 6,
23) γίνεται πυκνότερο, ὅταν στά ἐπείσακτα
δυτικά πλαίσια ζωῆς δέν ἀντιπαρατάσσεται
ἡ
παράδοση, ἀλλά μία συντήρηση, ποῦ θέλει νά
διαλεχθεῖ μέ τήν ἀντιπαράδοση,
προβάλλοντας μία δυτικοποιημένη ψευδοορθοδοξία, κυμαινόμενη ἀνάμεσα
στόν παπικό δεσποτισμό καί τόν προτεσταντικό εὐσεβισμό.
Μία ἀπό τίς ὀδυνηρότερες
ὄψεις αὐτῆς τῆς
σύγχυσης εἶναι ἀκριβῶς ἡ
τοποθέτηση τοῦ προβλήματος τῶν σχέσεων
«Ἐκκλησίας
- Πολιτείας», μονίμου πονοκεφάλου τῆς πολιτικῆς μᾶς ἐξουσίας.
Οἱ δυτικοί ἤ
δυτικίζοντες ρυθμιστές τῆς ἐθνικῆς μας
πορείας δέν μποροῦσαν – ἤ καί δέν
μποροῦν – νά
συλλάβουν τήν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν σχέσεων
τῶν δύο αὐτῶν μεγεθῶν ὡς
«συναλληλίας» καί «συμφωνίας». Ἀντίθετα, μετέφεραν καί ἐδῶ ἀκέραιο
τόν δυτικό προβληματισμό τῶν σχέσεων αὐτῶν καί ἐπιδιώκουν
μία δυτική λύση, ἀγνοώντας τήν φυσική καί αὐτονόητη
γιά τήν παράδοσή μας συνύπαρξη καί συμπόρευση τῶν δύο
ρωμαίικων διακονιῶν τοῦ ἴδιου λαοῦ, τῆς
«βασιλείας» (πολιτικῆς διακονίας) καί τῆς «ἱερωσύνης»
(πνευματικῆς διακονίας). Μέσα σ’ αὐτή τή
σύγχυση, πάλι, γίνεται κατανοητό τό -φράγκικο καί αὐτό- αἴτημα τοῦ «χωρισμοῦ» Ἐκκλησίας
- Πολιτείας, ὄχι ὡς ἐλευθερία
βέβαιά της ἐκκλησιαστικῆς
διακονίας, ἀλλά ὡς
περιθωριοποίηση καί φίμωσή της, γιά νά μήν ἔχει λόγο
στήν πορεία τοῦ ἔθνους καί
ἀποσύνδεση
τῆς
παραδοσιακῆς ὀρθοδοξίας
ἀπό ὅλες τίς
δομές του. Τό ἐπιχείρημα τῶν
βερμπαλιστικῶν προκλήσεων ἡγετικῶν μορφῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου
δέν εἶναι παρά
πρόφαση. Μέ μία πρόχειρη ἀνατομία τῆς ἐπιδίωξης
αὐτῆς τῆς πολιτικῆς μᾶς ἡγεσίας,
μπορεῖ εὔκολα νά
διαπιστωθεῖ, ἡ πιστή ἀντιγραφή
τῶν εὐρωπαϊκῶν («δυτικῶν»)
προτύπων καί καταστάσεων γιά τήν ὁλοκλήρωση
τῆς ἀναίρεσης
τῆς
μακραίωνης παράδοσης αὐτοῦ του
τόπου, ποῦ ἔπνιγε ὡς τώρα
τήν ταυτότητά του.
Μολονότι ἀπευθυνόμαστε
σέ καλούς γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς
πραγματικότητας θά ἐπιτραπεῖ νά ὑπενθυμίσουμε,
ὅτι ὁ ἀπό τινῶν ἐτῶν
σκανδαλώδης τονισμός τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν
μειονοτήτων τῆς Χώρας μας καί ἡ
συνεχιζόμενη ἀπό τόν 19ο αἰώνα ἀμφισβήτηση
τῆς ἔννοιας τῆς «ἐπικρατούσης
θρησκείας» στοχεύουν στή δημιουργία συνείδησης θρησκευτικῆς
πολυμορφίας καί πολυφωνίας στόν σύγχρονο Ἑλληνισμό,
ὥστε νά
καταστεῖ καί ἐδῶ δυνατή ἡ ἐφαρμογή τῆς εὐρωπαϊκῆς ἤ ἀμερικανικῆς λύσεως
τοῦ «ἅ-θρήσκου»
κράτους ἤ καί τοῦ «ἀθέου»
κράτους, ἄν τό ἐπιτρέψουν
κάποτε οἱ Μεγάλοι
μας Προστάτες. Οἱ Ἕλληνες
πολιτικοί θά πρέπει νά ἔχουν γίνει πρῶτα «πολύ
δυτικοί», γιά νά μποροῦν νά βλέπουν τήν Ἐκκλησία
τόσο εὐρωπαϊκά…
Γι’ αὐτό θά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά δώσω
μία προέκταση στήν ἐπικρατοῦσα ἔννοια τῆς
«ξενοκρατίας», ὡς ἐπέμβασης
τῶν Ξένων
στή χάραξη τῆς ἐθνικῆς πολιτικῆς καί τή
μεταβολή τοῦ κράτους σέ μεταπρατικό χῶρο,
τονίζοντας καί τήν ὄψη τῆς
κυριάρχησης τοῦ «ξένου» στή συνείδηση καί τό φρόνημα ὅλων τῶν ἀποξενωμένων
ἀπό τήν ἑλληνική
παράδοση, ποῦ ἔχουν τή
δύναμη νά χαράσσουν τήν πολιτική τῆς Χώρας.
Καταλήγουμε, ἔτσι, στή
διαπίστωση, ὅτι καί οἱ ἐκκλησιαστικοί
καί οἱ (ἀληθινοί ἤ ὑποθετικοί)
ἀντιεκκλησιαστικοί
συναντώμαστε συνήθως σέ μία εὐρωπαΐζουσα καρικατούρα μας, ποῦ τή θεωροῦμε ὡς
(παραδοσιακή) Ὀρθοδοξία καί ἤ τήν
προβάλλουμε ὡς σωτηρία, ἤ τήν ἀπορρίπτουμε
ὡς
καταστροφή. Στό σημεῖο αὐτό λ.χ.
μπορεῖ νά ἀναφέρει
κανείς τόν θεσμό τῆς κληρονομικῆς
βασιλείας, ποῦ μᾶς ἐπέβαλε
πάλι ἡ Εὐρώπη,
γιατί ἡ ρωμαίικη
(ὀρθόδοξη)
βασιλεία δέν ἦταν κληρονομική, δηλαδή ρατσιστική. Καί ἐνῶ ἡ «πρόοδος»
φρίττει καί στό ἁπλό ἄκουσμα τοῦ ὄρου
«βασιλέα», ἔστω καί ἄν ἡ ἑλληνική
παράδοση γνωρίζει ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα
βασιλεία, ἀλλά αἱρετό, ὁρισμένοι
«ἐκκλησιαστικοί»
πιστεύουν, ὅτι ἡ ἔκπτωση τῆς
φράγκικου τύπου βασιλείας στή Χώρα μᾶς
σημαίνει καί ἀπεμπόληση τῆς
παραδόσεώς μας!
Μέ τίς ἀναφορές,
φυσικά, αὐτές δέν ζητῶ νά
καταλογίσω εὐθύνες, ἀλλά νά ὑπογραμμίσω
τήν τρομερή σύγχυση στήν ὁποία ζοῦμε, ἀλλά καί
τή φρικιαστική ἄγνοια τῆς Ὀρθόδοξης
Παράδοσης. Οἱ διαστάσεις αὐτῆς τῆς
σύγχυσης ἤ ἄγνοιας
γίνονται τραγικές, ὅταν σέ Συνέδρια ἐπιστημονικά
γίνεται λόγος, καί ἀπό ἱστορικούς
ἀκόμη, γιά
τόν «Χριστιανισμό» γενικά καί ἀόριστα, μέσα στόν ὁποῖο
στριμώχνονται μέ κάθε ἄνεση Ὀρθοδοξία
καί μή Ὀρθοδοξία,
Ρωμηοσύνη κά Φραγκοσύνη. Καί αὐτά ἀπό
λεγόμενους «συντηρητικούς».
Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως
πλευρά τό φαινόμενο πολλῶν ὀπαδῶν τῆς
παραδοσιακῆς Ἀριστερᾶς, ποῦ διατηροῦν στενές
σχέσεις μέ τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας
καί τίς πρακτικές της, δέν εἶναι μία ἀπόδειξη
γιά τήν ἀπόσταση,
ποῦ χωρίζει ἀκόμη τό
Λαό στό εὐρύ φάσμα ἀπό τήν
πολιτική τοῦ ἡγεσία;
Ἡ λαϊκή εὐσέβεια,
ποῦ μέσα στή
λαϊκότητά της εἶναι πιό αὐθεντική ἀπό τήν
πεφωτισμένη θρησκευτικότητα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
συντηρητισμοῦ, ἐπιμένει ἀκόμη νά ἀγνοεῖ τόν
Διαφωτισμό καί τά εἰσαγόμενα στό Ἔθνος
παράγωγά του. Αὐτή ἡ ἀντοχή τοῦ Λαοῦ μας, σέ
μία τόσο παρατεινόμενη διάρκεια, μόνο στήν ἐνέργεια τῆς Θείας
Χάρης μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ. Καί ὁ μόνος,
ποῦ τελικά εἶναι ἀνεύθυνος
γιά ὅ,τι σέ
βάρος τοῦ συντελεῖται, εἶναι ὁ Λαός, ὁ «πάσχων
Χριστός» τῆς ἱστορικῆς
συνέχειάς μας."
(Πατήρ Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, τ.
Κοσμήτορας Θεολογικῆς Σχολῆς Πᾶν/μίου Ἀθηνῶν,
Περιοδικό «ΡΕΣΑΛΤΟ» τ. 11 καί τ.
12) http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2019/12/blog-post_240.html
Πηγή μας: