Πρωτοπρεσβύτερου πατρός Θεόδωρου Ζήση
Καθηγητού
Θεολογικῆς ΑΠΘ
Ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καί ἡ ἀνεπηρέαστη ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς μας ἔρευνα, ἀλλά καί τά ἴδια τά πράγματα,
δικαιολογοῦν τήν ἐπιλογή τῶν ὀρθοδόξων τόν 15ο αἰῶνα νά προτιμήσουν τήν
τουρκική κατάκτηση ἀπό τήν δυτικοευρωπαϊκή ἕνωση καί συμμαχία, ποῦ ἔθετε ὡς ὄρο γιά τή στρατιωτική
βοήθεια τήν πολιτιστική καί ἐκκλησιαστική ἔνταξη στόν παπισμό ἤ μέ σημερινούς ὅρους στήν Εὐρώπη. Οἱ σημερινοί πολιτικοί μας ἠγέται καί ἡ πνευματική ἡγεσία στήν πλειονότητά
τους, ὄχι μόνο δέν κατανοοῦν, ἀλλά καί ἐπικρίνουν ἐκείνη τήν προβληματική,
γιατί ἡ διαφοροποίηση
λατινοφραγκικού καί ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ δέν ὑπάρχει πλέον καί ὅλοι στήν Ἑλλάδα ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά φοροῦμε φράγκικα, εὐρωπαϊκά. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ ἄγρυπνη καί φωτισμένη αὐτή ἑλληνορθόδοξη συνείδηση, ἡ μεγαλύτερη ἴσως μορφή τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν Ἅλωση, καταλάβαινε καί
κατανοοῦσε πολύ καλά αὐτό ποῦ εἶχε πεῖ τότε, πρίν ἀπό τήν ἅλωση, ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, τό «κρειττότερον ἐστιν ἐν μέσῃ τή πόλει ἰδέσθαι φακιόλιον τουρκικόν
ἤ καλύπτραν λατινικήν».
Θεωροῦσε εὐνοϊκή τή ρύθμιση γιά τή
διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας τό ὅτι μᾶς κατέκτησε ὁ Τοῦρκος καί ὄχι ὁ Φράγκος. Ἔλεγε: «Τριακοσίους χρόνους
μετά τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεός τόν ἅγιον Κωνσταντῖνον καί ἐστερέωσε βασίλειον
χριστιανικόν καί τό εἶχαν Χριστιανοί τό
βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερον τό ἐσήκωσεν ὁ Θεός ἀπό τούς Χριστιανούς καί ἔφερε τόν Τοῦρκον καί τοῦ τό ἔδωκε διά ἰδικόν μᾶς καλόν, καί τό ἔχει ὁ Τοῦρκος 320 χρόνους. Καί
διατί ἔφερεν ὁ Θεός τόν Τοῦρκον καί δέν ἔφερε ἄλλον γένος; Διά ἰδικόν μᾶς συμφέρον, διότι τά ἄλλα ἔθνη θά μᾶς ἔβλαπτον εἰς τήν πίστιν, ὁ δέ Τοῦρκος ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσεις κάμνεις ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἅγιος κουβαλοῦσε τότε καί ἐξέφραζε ἀνόθευτα καί ἀκέραια τήν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας· καυχιόταν γιατί
ἦταν ὀρθόδοξος καί μετέδιδε στόν
λαό αὐτή τοῦ τήν καύχηση· «Ὄλαι αἵ πίστεις, ἔλεγε, εἶναι ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλή καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί
νά βαπτιζώμεθα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα· νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί νά
κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος».
Ἄς δοῦμε ὅμως σύντομα ποιές εἶναι οἱ ἀξίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ σέ σχέση μέ τίς ἀξίες τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ καί ἄν ἀληθεύει πράγματι αὐτό ποῦ σύγχρονοι εὐρωπαϊσταί ἰσχυρίζονται. Στήν προσπάθειά τους νά μᾶς πείσουν οἱ τελευταῖοι ὅτι δέν διαφέρουν οἱ δύο πολιτισμοί προβάλλουν τή θέση ὅτι ὁδεύοντας πρός τήν Εὐρώπη, ὁδεύουμε πρός τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, συναντοῦμε ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἐπιβεβαιώνουμε τήν αὐτοσυνειδησία μας. Εἶναι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός μέ τόν δικό μας, τόν ὀρθόδοξο πολιτισμό;
Αὐτό συνεχίσθηκε καί ἐντάθηκε ἀκόμη περισσότερο στήν περίοδο τῆς Ἀναγεννήσεως καί στήν περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ πνευματικός κόσμος περιορίσθηκε στή λογική καί στήν ἐπιστήμη· ὅλα εἶναι νοῦς, ὀρθός λόγος, ἐπιστήμη. Ὅ,τι δέν ἑρμηνεύεται λογικά καί ἐπιστημονικά, αὐτό εἶναι μῦθος, δεισιδαιμονία, δέν ἀποτελεῖ στοιχεῖο πολιτισμοῦ, εἶναι ἔξω ἀπό τόν πολιτισμό. Ἀντίθετα, στόν δικό μας πολιτισμό, τόν ὀρθόδοξο, δέν ἀπορρίπτεται ἡ λογική, ἡ ἀνθρώπινη γνώση, ἡ ἐπιστήμη, ἱεραρχεῖται ὅμως σωστά στή θέση της, κάτω ἀπό τό θεϊκό φωτισμό καί τή θεία σοφία. Καί εἶναι ἐνδιαφέρον στή συνάφεια αὐτή νά τονίσουμε ὅτι στήν πόλη μας, τήν Θεσσαλονίκη, ὑπῆρχε προβληματισμός σχετικά μέ τό θέμα αὐτό καί ἔντονη ἀντιπαράθεση τόν 14ο αἰῶνα κατά τή διάρκεια τῶν ἡσυχαστικῶν διενέξεων. Ἡ σύγκρουση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ δέν ἦταν σύγκρουση δύο προσώπων, ἀλλά δύο κόσμων, ποῦ προσπαθοῦσαν ὁ καθένας νά προβάλει τό πρότυπό της ἀνθρώπινης τελειότητας, τόν ἰδανικό ἄνθρωπο. Ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός ἀντιπροσώπευε καί ἐξέφραζε τό ἰδανικό της τελειότητος τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γίνεται τέλειος μέ τή φιλοσοφία καί τήν ἐπιστήμη. Ὅταν ἔφθασε στή Θεσσαλονίκη, δημιούργησε ἀναταραχή στούς μοναχικούς κύκλους, γιατί προβάλλοντας τό δυτικό οὐμανιστικό ἰδεῶδες ἔλεγε περίπου τά ἑξῆς: «Τί κάθεστε ἐσεῖς οἱ καλόγεροι καί ἀσχολεῖσθε μέ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί τίς ἄλλες ἀνοησίες καί δέν στρώνεσθε νά μάθετε φιλοσοφία, νά διαβάσετε ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, ποῦ εἶναι ὁ μοναδικός δρομος γιά νά φθάσετε στήν τελειότητα». Τελειότητα χωρίς τήν φιλοσοφία εἶναι ἀδιανόητη γιά τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί τόν δυτικό πολιτισμό.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποῦ ἀνέλαβε νά ὑπερασπισθεῖ τόν ὀρθόδοξο πολιτισμό καί νά καθησυχάσει τούς μοναχούς ποῦ ἀνησύχησαν, ἀπάντησε στούς συνηγόρους τῶν φιλοσόφων ὅτι ἡ φιλοσοφία καταφέρνει τελικῶς νά προσφέρει ὄχι γνώση, ἀλλά ἀγωνία καί ἄγχος· «οὐ μᾶλλον γνῶσιν ἤ ἀγωνίαν ἐκ τούτων ὑμίν αὐτοῖς περιποιεῖσθε, ὤ βέλτιστοι». Δέν ὑπάρχει φιλοσοφική ἄποψη στήν ὁποία νά μπορεῖ κανείς μέ σιγουριά νά στηριχθεῖ, γιατί σίγουρα κάποιος ἄλλος φιλόσοφος θά τήν ἀνατρέψει, ὅπως ἔδειξαν οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι «διηνεκῶς ἀλλήλους ἀνατρέποντες καί ὑπ’ ἀλλήλων ἀνατρεπόμενοι». Ὁ Χριστός, τό πρότυπό της χριστιανικῆς τελειότητος, ἦταν ἐντελῶς ἀμαθής καί ἄπειρος στήν ἀνθρώπινη γνώση καί σοφία. Ἄν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ἦταν ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς τελειότητος, ὁ Χριστός δέν θά ἔλεγε «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τά ὑπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τόν σταυρόν ἄρον, ἀκολουθεῖν ἐμοί προθυμήθητι», ἀλλά θά ἔλεγε «τῆς ἔξω σοφίας ἐπιλαβοῦ, σπεῦσον πρός τήν τῶν μαθημάτων ἀνάληψιν, περιποίησαι σεαυτῶ τήν ἐπιστήμην τῶν ὄντων». Θά ἐδίδασκε γεωμετρία καί ἀστρονομία καί τίς ἄλλες ἐπιστῆμες, γιά νά διώξει τό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας. Δέν θά διάλεγε ἀγραμμάτους ψαράδες ὡς μαθητᾶς, ἀλλά φιλοσόφους, οὔτε θά δίδασκε διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία εἶναι μωρία. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, ἔχασε τήν ἀρχέγονη μακαριότητα, γιατί ὑπέκυψε στόν πειρασμό τῆς γνώσεως καί δέν ἀρκέσθηκε στή φυλακή τῆς καρδίας, στή φρούρηση δηλαδή καί καλλιέργεια τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου, ὅπου φύονται οἱ κακίες καί τά πάθη.
Τό ἀποφασιστικό πράγματι στοιχεῖο ποῦ δείχνει τήν ἀνωτερότητα τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ ἔναντί της ὀρθολογιστικῆς καί τεχνοκρατούμενης Εὐρώπης εἶναι ὅτι παράγει ἀνθρώπους ἀπαθεῖς, χωρίς κακίες καί πάθη, ἁγίους, γιατί προϋπόθεση τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ καί τῆς ἐνεργείας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπάθεια. Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία οὔτε τούς ἴδιους τους ἐπιστήμονες καί φιλοσόφους μπορεῖ νά ἀνακαινίσει, καί οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς εἶναι γεμάτοι κακίες καί πάθη. Δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κάθαρση καί ἡ ἀπάθεια γιά νά γίνεις σοφός καί ἐπιστήμων. Γι’ αὐτό γέμισε ὁ κόσμος ἀπό ἐμπαθεῖς καί ἀκαλλιέργητους πνευματικά ἐπιστήμονες, γι’ αὐτό καί ὁ ἐπιστημονικά καί τεχνολογικά προηγμένος σύγχρονος πολιτισμός, πνευματικά καί ἠθικά ὁδηγεῖται στήν κατάπτωση.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποῦ διαφοροποιεῖ τούς δύο πολιτισμούς εἶναι τό ὅτι στή Δύση τό βάρος πέφτει ὄχι στά πνευματικά ἀγαθά, ἀλλά στά ὑλικά. Ἡ τεχνολογική ἀνάπτυξη χρησιμοποιεῖται γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄνεση, ἡ εὐημερία, ἡ πολυτέλεια, ἡ σπατάλη, ἡ ἐπίδειξη πλούτου, κατέστρεψαν καί ἀφάνισαν τό γνήσιο πρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή πρέπει νά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὀλιγάρκεια, τήν εὐτέλεια, τήν λιτότητα, τήν ἀσκητικότητα, τήν πενία. Αὐτό ποῦ ἰσχύει γιά τόν ἄνθρωπο, ἰσχύει καί γιά τούς πολιτισμούς· ἄν χάσει ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του, τήν πνευματική του ὀντότητα, δέν κερδίζει τίποτε ἔστω καί ἄν κατακτήσει ὅλους τους θησαυρούς τῆς γής· «τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδίση καί ζημιωθῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ;»[1].
Ἡ οἰκολογική καταστροφή ποῦ μέ δέος τήν ἀντιμετωπίζουν οἱ ἐπιστήμονες, εἶναι ἀπόρροια τῆς ὑλιστικῆς κατευθύνσεως τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ποῦ δέν σέβεται τή
δημιουργία, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τήν ἀνικανοποίητη ὑλιστική βουλιμία τοῦ ἀνθρώπου. Τό φυσικό περιβάλλον καί ἡ ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας δέν θά ἐκινδύνευαν, ἄν ἀντί τοῦ homo oeconomicus, ὁ ὁποῖος δέν ὀρρωδεῖ πρό οὐδενός, προκειμένου νά αὐξήσει τά κέρδη καί νά ἀποκτήσει ἀνέσεις, καί ποῦ ἀποτελεῖ τόν ἀνθρώπινο τύπο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, κυριαρχοῦσε ὁ homo asceticus, ὁ ἀσκητής, ὁ μοναχός, ὁ λιτοδίαιτος καί ὀλιγαρκής, ποῦ ἀποτελεῖ τόν ἀνθρώπινο τύπο τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ.
Ἡ ἐσχατολογική προοπτική ἐπίσης διαφοροποιεῖ τούς δύο πολιτισμούς. Θά ἀναφέρω χαρακτηριστικές σκέψεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπου φαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή, βλέπει τήν παροῦσα ζωή ἐσχατολογικά, ζῆ μέ τήν πίστη ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, ὅτι «τό πολίτευμα ἠμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Σκοπός μας δέν εἶναι νά ὀργανώσουμε ἐγκόσμια κράτη, νά ἐκκοσμικεύσουμε τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἔκανε ἡ Δύση μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, νά ἀποκτήσουμε ἀνέσεις καί ἀξιώματα, ἀλλά νά προετοιμασθοῦμε γιά τήν ἄλλη ζωή. Παραθέτω ἕνα χαρακτηριστικό κομμάτι ἀπό τόν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου Πρός τους νέους, ὅπου λέγει ὅτι ὁ Χριστιανός αὐτά ποῦ ἔχουν σχέση μέ τήν ἄλλη ζωή καί δέν βοηθοῦν στήν κατάκτησή της, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ καταγωγή, ἡ σωματική δύναμη, οἱ τιμές τῶν ἀνθρώπων, τά θεωρεῖ περιττά καί ἄχρηστα, αὐτά δηλαδή ποῦ ὅλοι σήμερα, ὅσοι ζοῦμε στίς χῶρες τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Εὐρώπης καί μερικές της Ἀνατολῆς, τά θεωροῦμε ὡς ἀξιοζήλευτα ἀγαθά· «ἠμεῖς, ὤ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασι τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτε ἀγαθόν τί νομίζομεν ὅλως, οὔτ’ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἠμίν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά πάντων ἀνθρώπων τιμᾶς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὔχ ὅ,τι ἀν εῖποι τίς τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἄλλ? οὔδ? εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ’ ἐπί μακροτερον προΐμεν ταῖς ἐλπίσι καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὔν ἄν συντελῆ πρός τοῦτο ἠμίν, ἀγαπᾶν φαμεν, τά δ’ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν»[2]. Τά ἴδια περίπου λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Τί δεδοίκαμεν εἰπέ μοί τόν θάνατον; Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ’ ἐξορίαν, εἰπέ μοί; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλά χρημάτων δήμευσιν; Οὐδέν εἰσηνέγκαμεν εἰς τόν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδέν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα. Καί τά φοβερώτερα τοῦ κόσμου ἐμοί εὐκαταφρόνητα καί τά χρηστά καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ, οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μή διά τήν ὑμετέραν προκοπήν… Χριστός μέτ’ ἐμοῦ καί τίνα φοβηθήσομαι»[3].
Αὐτή ἡ ἐσχατολογική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς ἔχει τήν καθαρότερη ἐφαρμογή της στόν μοναχικό βίο, στά μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχοί προσπαθοῦν νά ζήσουν ἀπό τώρα ὡς ἄγγελοι τή ζωή τῶν ἐσχάτων, προγεύονται καί προλαμβάνουν τά ἔσχατα. Ἀλλά καί ἔξω ἀπό τά μοναστήρια αὐτή ἡ ἐσχατολογική θεώρηση, ἡ ἀποδέσμευση ἀπό τά ὑλικά καί ἡ ἀφοβία μπροστά στόν θάνατο, ἔχουν ἀποτυπωθεῖ ὡς γνωρίσματα τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ρωμηοσύνης ποῦ σιγά-σιγά τόν ἐγκαταλείπουμε. Ὑπῆρχε τό ρωμαίϊκο φιλότιμο· προκειμένου νά κρατήσει ὁ Ρωμηός τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν τιμή του, δέν λογαρίαζε ὅτι θά χάσει τίς ἀνέσεις καί τά ἀγαθά του, δέν φοβόταν, ὅπως ὁ Διγενής Ἀκρίτας, νά συναντήσει τόν θάνατο καί νά μονομαχήσει· αὐτά ἤσαν γνωρίσματα «τοῦ Ρωμαϊκοῦ φύλου, τοῦ εὐγενοῦς ἀρχῆθεν, τοῦ καρτερικοῦ, τοῦ ἀνδρικωτάτου, καί διά πόνων καί καρτερίας καί τῆς εἰς τήν ἀρχήν ὑπακοῆς ἄχρι καί θανάτων μυρίων της οἰκουμένης σχεδόν ἁπάσης ἄρξαντος», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης[4].
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποῦ διαφοροποιεῖ τούς δύο πολιτισμούς εἶναι ἡ ταπείνωση. Μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ Γένους μᾶς βγαίνει πράγματι ὅτι ὁ δυτικός πολιτισμός εἶναι ἕνας ἐπηρμένος, ἕνας ἐγωϊστικός πολιτισμός, χωρίς ταπείνωση, ποῦ βλέπει καί ἀξιολογεῖ περιφρονητικά τους ἄλλους πολιτισμούς. Ἤδη ἐνωρίς ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διεπίστωσαν τήν ἔπαρση καί τή φυσίωση τῶν Δυτικῶν. Ἀντίθετα ὁ πολιτισμός τῆς Ἀνατολῆς εἶναι πολιτισμός τῆς ταπείνωσης, τοῦ σταυροῦ, τῆς συγκατάβασης. Θά παραθέσω γιά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἕνα συγκινητικό κείμενο, γραμμένο ἀπό τόν πολύπαθο καί μαρτυρικό πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι, ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ στούς Δυτικούς ποῦ κατηγοροῦσαν τούς ὑπόδουλους Ὀρθοδόξους πῶς εἶναι ἀγράμματοι καί ἀπολίτιστοι: «Ὅσον πῶς δέν ἔχομεν σοφίαν καί μαθήματα, ἀλήθεια εἶναι. Ἀμή ἄς μετρήσουν δύο πράγματα οἱ Λατῖνοι· πρῶτον ὅτι τόν καιρόν τόν παλαιόν, ὅσον ἡ σοφία ἐπολιτεύετο εἰς τήν Ἑλλάδα, τούς Λατίνους οἱ Ἕλληνες εἶχον διά βαρβάρους· καί τώρα ἄν ἐβαρβαρώθημεν ἠμεῖς καί ἐκεῖνοι ἐσοφίσθηκαν, παράδοξον δέν εἶναι· ἡ πτωχεία καί ἡ ἀφαίρεσις τῆς βασιλείας, μᾶς τό ἔκαμαν. Δεύτερον ἄς λογιάσουν ὅτι, ἄν δέν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν, ἔχομεν Χάριτι Χριστοῦ σοφία ἐσωτέραν καί πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τήν ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καί εἰς τοῦτο πάντοτε ἤμεσθεν ἀνώτεροι ἀπό τούς Λατίνους, εἰς τούς κόπους, εἰς τάς σκληραγωγίας, καί νά σηκώνωμεν τόν σταυρόν μας καί νά χύνωμεν τό αἷμα μας διά τήν πίστιν καί τήν ἀγάπην πρός τόν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐάν εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τήν Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανούς ἐκεῖ δέν εὕρισκες. Καί εἰς τήν Ἑλλάδα τώρα διακοσίους χρόνους εὑρίσκεται καί κακοπαθούσιν οἱ ἄνθρωποι καί βασανίζονται διά νά στέκουν εἰς τήν πίστιν τους καί λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καί τό μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καί σεῖς μου λέγετε ὅτι δέν ἔχομεν σοφίαν; Τήν σοφίαν σου δέν ἠθέλω ἐμπρός εἰς τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Κάλλιον ἦτο νά ἔχει τινάς καί τά δύο. Δέν τό ἀρνοῦμαι. Πλήν ἀπό τά δύο, τόν σταυρόν του Χριστοῦ προτιμῶ»[5].
Καί τέλος ἕνα πέμπτο χαρακτηριστικό, μολονότι μπορεῖ κανείς νά ἀπαριθμήσει περισσότερα, εἶναι ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα, ἡ ὁποία ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Βολταίρου ἔχει κατασυντρίψει καί διαλύσει τόν πολιτισμό τῆς Δύσεως. Χάθηκε ἡ ἐπαφή μέ τόν οὐράνιο κόσμο, μέ τόν Χριστό, μέ τήν Ἐκκλησία. Χάθηκαν καί ἐξαφανίσθηκαν οἱ ἀρετές. Ὁ Βολταῖρος παθιασμένος φώναζε: «Τσαλαπατῆστε, γκρεμίστε τήν Ἐκκλησίαν». Ὁ σκοτεινός αὐτός Διαφωτισμός τῆς ἀπιστίας καί ἀθεΐας δημιούργησε τή Γαλλική Ἐπανάσταση, ἡ ὁποία ἐπί τέλους, μετά ἀπό διακόσια χρόνια, ἄρχισε νά μελετᾶται κριτικά καί νά διαπιστώνεται ὅτι ἡ πολυδιαφημισθεῖσα Ἐπανάσταση προκάλεσε τοῦ κόσμου τά προβλήματα· ἐγκρέμισε ἕναν ὁλόκληρο πνευματικό κόσμο καί στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δημοκρατίας ἐξέθρεψε τήν ἀναρχία, τήν ἀχαλίνωτη ἐλευθερία, τήν ἔλλειψη σεβασμοῦ στήν πειθαρχία, τήν νομιμότητα, τήν τάξη. Ἔσβησε ἡ πίστη στόν αἰώνιο κόσμο, ποῦ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Θεός, καί οἱ ἀρετές ποῦ πηγάζουν ἀπ’ αὐτόν, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀπιστία αὐτή συνετέλεσαν κατά τόν Κόντογλου, πολλοί διανοούμενοι τῆς Δύσεως «δαιμονόψυχοι, ἐλεεινοί ἄνθρωποι, ποῦ μισήσανε τόν Θεό, ὅπως ὁ Βολταῖρος, ὁ Νίτσε, ὁ Φρόϋντ, ὁ Σάρτρ»[6].
Ἐπίλογος
Αὐτά λοιπόν εἶναι λίγα μόνο χαρακτηριστικά, ἀπό τά ὁποία φαίνεται ὅτι ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός διαφέρει πολύ ἀπό τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα ποῦ δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει οἱ Ἕλληνες. Οἱ περισσότεροι νομίζουμε ὅτι δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στούς δύο πολιτισμούς, ὅτι ὅλοι πολιτιστικά εἴμαστε Εὐρωπαῖοι. Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, τοῦ Κυρίλλου Λούκαρι, τῶν ἁγίων της Τουρκοκρατίας, τῶν Κολλυβάδων, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Κόντογλου, βλέπουν ὅτι ἀνάμεσα στούς δύο πολιτισμούς «χάσμα μέγα ἐστήρικται».
Ἀντιλαμβάνεστε λοιπόν ποῦ εὑρίσκεται τό σημερινό μας χρέος. Χρειάζεται νά ὀργανωθεῖ πνευματική σταυροφορία γιά νά παρουσιασθοῦν αὐτά στόν λαό μας. Γιά νά φανεῖ ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος πνευματικός, ἔστω καί ἄν ἐπιτύχουμε τά οἰκονομικά καί πολιτικά ἀνταλλάγματα ποῦ διαρκῶς μᾶς προβάλλουν οἱ εὐρωπαϊστές πολιτικοί μας, πρώϊμοι καί ὄψιμοι. Μπήκαμε καί ἐμεῖς ὅλοι στό πολιτικό παιχνίδι καί ἀκοῦμε συχνά καί ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι μέ τήν ἔνταξή μας στήν Εὐρώπη ἐξασφαλίζουμε τή δημοκρατία, τήν πολιτική σταθερότητα. Κανείς ἀσφαλῶς δέν ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχουν αὐτά τά πλεονεκτήματα. Σκεφθήκαμε ὅμως τό τίμημα; Σκεφθήκαμε ὅτι σέ παρόμοιες περιπτώσεις οἱ Πατέρες μας, ποῦ ἀποτελοῦν τούς ἐκφραστές τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ καί ποῦ τούς τιμοῦμε ὡς ἁγίους, τάχθηκαν ἐναντίον τῆς Εὐρώπης, ἐναντίον τῆς ἑνώσεως, ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουν τίς συνέπειες, ἀκόμη καί τήν πολιτική ὑποδούλωση στούς Τούρκους; Τά ἔθνη δέν χάνονται, ὅταν ἀπολέσουν τήν κρατική τους ὑπόσταση, ἀλλά ὅταν χάσουν τόν πολιτισμό, τήν ψυχή τους. Ἄν λοιπόν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, τό καθῆκον τῆς ἐπαγρυπνήσεως περνάει εἰς ὅλους μας, γονεῖς καί ἐκπαιδευτικούς. Ἡ διάβρωση ἔχει προχωρήσει πολύ, διαρκῶς τά πνευματικά κάστρα πέφτουν τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Ἡ πολιτική καί οἰκονομική ἐνοποίησή μας μέ τήν Εὐρώπη εἶναι πλέον γεγονός. Δέν μποροῦμε νά γυρίσουμε πίσω. Πολλοί αἰσιοδοξοῦν ὅτι ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία θά ἐπιτύχουν καί πάλιν ὅ,τι ἐπέτυχαν ἐπί Ρωμαιοκρατίας καί Τουρκοκρατίας, θά ἀποτελέσουν τήν ζύμη ἤ τό ἅλας ποῦ θά νοστιμίσει τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό. Διατηρεῖ ὅμως τό ἅλας τῆς Ὀρθοδοξίας τή δύναμή του; Καί «ἐάν τό ἅλας μωρανθῆ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται;». Ἤδη ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι δέν ὑπολογίζουν ὡς κομμάτι, καί μάλιστα τό πιό ἀξιόλογό της εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Κυριαρχεῖ ἀκόμη καί ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπως φάνηκε στό γνωστό βιβλίο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας ποῦ κυκλοφόρησε καί ἐπρόκειτο νά διδαχθεῖ στά σχολεῖα, καί σέ κάθε περίπτωση ἡ Ὀρθοδοξία, ποῦ ἀποτελεῖ ἀγκάθι γιά τόν ἰσχυρό ἀκόμη παπισμό, ὁ ὁποῖος μέ τούς διπλωμάτες καί πολιτικούς ποῦ ἐπηρεάζει, τήν ἐξωθεῖ στό περιθώριο τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων. Πῶς λοιπόν ὑποστηρίζουν οἱ εὐρωπαϊσταί μας ὅτι ὁδεύοντας πρός τήν Εὐρώπη ὁδεύουμε πρός τόν ἑαυτό μας, ἐνῷ σίγουρα παίρνουμε τόν δρόμο τῆς πολιτιστικῆς μας διάβρωσης καί ἀφομοίωσης; Μόνον ἄν μείνουμε στήν Ὀρθοδοξία, στήν πίστη τῶν πατέρων μας, δέν θά ξεχάσουμε καί δέν θά χάσουμε τούς ἑαυτούς μας.
ΕΝΩΜΕΝΗ
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
[1]. Ματθ. 16, 26.
[2]. Πρός
τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων 2.
[3].
PG 52, 427.
[4]. Ομιλία
καί ἀπολογία ἐν τῷ μέλλειν ἀπέρχεσθαι. Βλ. ἐν
D. Balfour, Politico-Historical Works of Symeon archbishop of Thessalonica
(1416-17 to 1429), Wien 1979, σέλ. 47.
[5].
Βλ. Κ. Σαρδελή, Τό Συναξάρι τοῦ Γένους, σέλ.
90-91.
[6].
Φ. Κόντογλου, Μυστικά ἄνθη, σέλ. 111-112: «Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη στήν
καρδιά μας… Οἱ ψυχές τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπό τά ἄγρια ἔνστικτα, ποῦ τά ἀνεβάσανε στήν ἐπιφάνεια ἀπό τά σκοτεινά τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροί του ἀνθρώπου, κάποιοι
πνευματικοί ἀνθρωποφάγοι, ποῦ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλός λύκος
λεγόμενος Νίτσε, μιά μούμια σάν παληόγρια, λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακός
Φρόϋντ κι ἕνα πλῆθος ἀπό τέτοια ὄρνια καί κοράκια καί
νυχτερίδες. Ὅσοι τούς θαυμάζανε, ἄς καμαρώσουνε σήμερα τά
φαρμακερά μανιτάρια, ποῦ φυτρώσανε μέσα στίς
καρδιές καί στίς ψυχές τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητος». Βλ. ἐπίσης Κ. Καβαρνού, Ἑλλάς
καί Ορθοδοξια, Ἀθῆναι 1987, σέλ. 35, 44, 45.
Ε.ΡΩ.
Πηγή
μας:
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/12/blog-post_17.html