Το πλέον βασικό χαρακτηριστικό
της ανθρώπινης ύπαρξης, εκτός από το λογικό, είναι η ελευθερία. Αυτό δηλαδή,
που οι πατέρες ονομάζουν «αυτεξούσιο». Η θέση αυτή της Ορθοδοξίας έρχεται σε
αντίθεση με τη διδασκαλία περί του απολύτου προορισμού των προτεσταντών, όπου ο
άνθρωπος από την αρχή της ύπαρξής του είναι προορισμένος να σωθεί ή να χαθεί
και άρα τα έργα του δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία. Επίσης αντιβαίνει στη
μουσουλμανική διδασκαλία περί του κισμέτ, όπου η ζωή του ανθρώπου κατευθύνεται
ολοκληρωτικά από το Θεό, υπάρχει όμως η αντίφαση ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος
για τις πράξεις του.
Ο Θεός στην Ορθόδοξη πίστη προγνωρίζει
αλλά δεν προκαθορίζει την ανθρώπινη ζωή. Ο άνθρωπος, ως λογικό κι ελεύθερο ον,
είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Το να εκθέτει τον εαυτό του σε
κίνδυνο, είναι σαφώς κάποιο πρόβλημα. Υφίσταται πάντως μέσα στα όρια της
ελευθερίας του και στο πλαίσιο της καλής ή κακής χρήσης του λογικού του. Όπως ο
μανιώδης καπνιστής για παράδειγμα. Διαχωρίζεται όμως αυτό από την αυτοκτονία,
που είναι στην ουσία άμεση αναίρεση του Θεού, ως του μόνου χορηγού της ζωής.
Ενέργειες της καθημερινότητας αγγίζουν περισσότερο τα όρια της έξης, από την
οποία είναι δύσκολο κάποιος ν’ απελευθερωθεί. Εκεί έγκειται και η ελευθερία του
ανθρώπου, που μπορεί να έχει την έξη ή τον έξωθεν πειρασμό, δύναται όμως ν’
αντιδράσει αξιοποιώντας το πλήρες φάσμα του λογικού του, το οποίο ο ίδιος ως
μόνος υπεύθυνος μερικές φορές αδρανοποιεί. Η ανάπτυξη του λογικού είναι
σημαντικός παράγοντας, καθώς βέβαια πιο αναπτυγμένο είναι το λογικό ενός
ενήλικου από αυτό ενός ανήλικου. Αυτονόητο είναι, ότι δεν μπορούμε να ζητάμε κι
από τους δύο τις ίδιες ευθύνες.
Ο άνθρωπος λοιπόν οδηγεί τη σκέψη
κατά κύριο λόγο. Ο Θεός επευλογεί ή αφήνει τον άνθρωπο στην ελευθερία των
πράξεών του, έστω κι αν πρόκειται για κακή χρήση της ελευθερίας. Αυτό γιατί ο
Θεός σέβεται αυτόν και τις επιλογές του και δεν τον εκβιάζει. Υπάρχουν βέβαια
και περιπτώσεις έκτακτης παρέμβασής Του, τα λεγόμενα θαύματα, που συνήθως
αφορούν τόσο στην ψυχοσωματική ανακαίνιση, όσο και στο γενικότερο καλό.
Μας κάνει ωστόσο ν’ απορούμε η
δύναμη ή το μέγεθος του κακού στη γη. Το κακό κι η αμαρτία ανήκουν κι αυτά στις
επιλογές του ανθρώπου. Σε καμμία περίπτωση όμως δεν αποτελούν μέρος της
ανθρώπινης φύσης, αλλά κάτι ξέχωρο από αυτή και επιπλέον διαστροφή της καθώς η
ανθρώπινη φύση είναι στην ουσία της καλή (Γ.
Ι. Μαντζαρίδη, Παλαμικά, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1998, σελ. 123 και 200).
Η δύναμη του κακού μειώθηκε αισθητά με την Ανάσταση του Χριστού, θα εξαλειφθεί
όμως οριστικά με τη Β’ Παρουσία. Τότε ο διάβολος δεν θα έχει δύναμη να ενεργεί
πάνω στο σύνολο των ανθρώπων, παρά μόνο θα έχει κοινωνία (κόλαση δηλαδή) με
αυτούς που με τη θέλησή τους τον ακολούθησαν, εφόσον ο Θεός δεν κολάζει
κανέναν.
Μέχρι τότε αρνητικές καταστάσεις
για την ανθρωπότητα θα υφίστανται (πειρασμοί εξουσίας, αλαζονείας, επίδειξης
δύναμης κ.ά και η αισθητοποίηση αυτών σε πράξεις από μέρους των ανθρώπων), όχι
γιατί το θέλει ο Θεός, αλλά γιατί το ανέχεται στα πλαίσια του σεβασμού της
ανθρώπινης ελευθερίας κι αξιοπρέπειας, άσχετα, αν εμείς τελικά επιλέγουμε την
καταρράκωσή τους. "Ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα ἕως τοῦ θερισμοῦ,
καί ἐν τῷ καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια
καί δήσατε αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου." (Ματθ. 13, 30)
Ο Θεός υπερασπίζεται τους
αδικημένους. Όμως η υπεράσπιση αυτή και η αποκατάσταση δε νοείται απαραίτητα με
τ’ ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Σκοπός Του είναι κυρίως η σωτηρία του ανθρώπου
και η αποκατάσταση του ανθρώπινου γένους στην προτέρα δόξα του. Γι’ αυτό πολλά
γύρω μας κινούνται εσχατολογικά και λειτουργούν, όπως έλεγε ο π. Παϊσιος,
πνευματικοί νόμοι, τους οποίους δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Αυτό οφείλεται
και στο γεγονός της απεραντοσύνης του Θεού σε σύγκριση με την περιορισμένη
ανθρώπινη σκέψη. Όπως εξάλλου σωστά έχει γραφεί, καλό είναι κάποτε να πάψουμε
εμείς οι Θεολόγοι να θεωρούμε οι ίδιοι ή να δημιουργούμε την εντύπωση στους
άλλους για εμάς, πως είναι πολύ απλό να
εξηγούμε τα πάντα σχετικά με το Θεό (Σ.
Αγουρίδη, Ερμηνευτική των Ιερών Κειμένων, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1984, σελ. 11).
Κάτι που άλλωστε μόνο ως αποτέλεσμα Αγιοπνευματικού φωτισμού και βιωματικής
εμπειρίας θα μπορούσε να προκύψει.
Τους τρόπους της σωτηρίας μόνο ο
Θεός τους γνωρίζει. Γι’ αυτό και μας επιφυλάσσει εκπλήξεις. Έτσι δεν θα πρέπει
να μας παραξενεύει το ότι κάποιοι άγιοι Τον παρακαλούσαν ν’ αποκτήσουν ακόμα
και σοβαρές ασθένειες, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο ένιωθαν πιο κοντά τους την παρουσία
Του και το θεωρούσαν επίσκεψη του Θεού κι ευλογία. Το ίδιο ισχύει και για ένα
ατύχημα, το οποίο μπορεί ν’ αλλάξει τον τρόπο σκέψης και άρα την πορεία της
ζωής είτε του ίδιου του ατόμου είτε και των συγγενών του ακόμα. Άρα από το
πουθενά κι από κάποιο οδυνηρό στ’ αλήθεια γεγονός προκύπτει ωφέλεια.
Είναι επίσης διαχρονικό σημείο
άξιο αναφοράς για τον κοινωνικό και πολιτικό βίο του ανθρώπου, μέσα στα πλαίσια
οποιασδήποτε συγκροτημένης κοινωνίας, το γεγονός ότι Θεός δεν επιβάλλει κατ’
ανάγκη τους πολιτικούς άρχοντες, έστω κι αν κάποιες φορές γίνονται όργανα του
θείου θελήματος (π.χ. ο Μ. Αλέξανδρος με το έργο του διέδωσε την Ελληνική
γλώσσα, στην οποία γράφηκαν αργότερα τα Ευαγγέλια). Επιτρέπει όμως και ανέχεται
την αναρρίχησή τους στην εξουσία. Για τον λόγο αυτό και πάλι κυρίως υπεύθυνοι
είναι οι άνθρωποι, που με δημοκρατικά θεσμοθετημένες ή άλλες διαδικασίες,
αναδεικνύουν τους ηγέτες τους. Αυτό που έχει επευλογήσει ο Θεός είναι η θέσπιση
εντός των κοινωνιών της πολιτικής εξουσίας και των διαφόρων φορέων της,
γιατί όπως λέει ο άγιος Ιωάννης
Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε., τόμος 17, σελ. 504)
δεν θα πρέπει μέσα σε μία κοινωνία να πράττει ασύδοτα ο καθένας ό,τι του είναι
αρεστό, αλλά τα μέλη να συμβιώνουν αρμονικά, σεβόμενα νόμους και κανόνες, όπως
ακριβώς τους θείους, με τον ίδιο τρόπο και τους ανθρώπινους. Απαραίτητη
προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να μην αντιβαίνουν οι δεύτεροι νόμοι τους πρώτους.
Επιπρόσθετα ο απόστολος Παύλος
τονίζει, ότι ο Θεός συγκαταβαίνει στην ύπαρξη πολιτικής εξουσίας, για να
μπορούν οι άνθρωποι να συναισθάνονται την ταπείνωση, υποτασσόμενοι στους
πολιτικούς ηγέτες και σεβόμενοι τους κρατικούς φορείς, όπως οι χριστιανοί
οφείλουν να σέβονται τον Χριστό (Ρωμ. 13,
1-7). Οι ίδιοι απαλλάσσονται από αυτή την υποχρέωση, όταν οι πολιτικοί
άρχοντες με διατάγματα και νόμους αντιτίθενται στη χριστιανική πίστη. Σε τέτοια
περίπτωση η απείθεια απέναντι στην πολιτεία, αποκαλύπτει την καταφανή
ανωτερότητα του θείου νόμου έναντι κάθε ανθρώπινου, που δε μπορεί να
εξασφαλίσει τη σωτηρία.
Εάν λοιπόν οι οποιοιδήποτε άρχοντες
μίας κοινωνίας κάνουν καλή ή κακή χρήση της ελευθερίας που έχουν ως άνθρωποι,
αυτό είναι δικό τους θέμα. Ότι ο Θεός προικίζει, όπως κάθε άνθρωπο, έτσι και
τους ηγέτες με πολυποίκιλα χαρίσματα, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ωστόσο κυρίαρχο
θέμα είναι, αν αξιοποιούνται τα χαρίσματα αυτά και πως. Τον διαχωρισμό τους σε
«καλούς» και «κακούς» τον κάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, που πολλές φορές αντί να
ενσκήψουν στα προβλήματα των συνανθρώπων, «σκορπούν θύελλες και θερίζουν
ανέμους» ή άλλοτε επιδεικνύουν επίπλαστο και υποκριτικό ενδιαφέρον, μόνο και
μόνο για τη δημόσια εικόνα και προβολή τους. Βέβαια τι πραγματικά γίνεται στην
καρδιά του κάθε ανθρώπου, μόνο ο Θεός ως καρδιογνώστης γνωρίζει. Αλίμονο όμως
σε όσους γίνονται αίτιοι σκανδάλων διότι "ἀποστελεῖ ὁ Υἱός τοῦ
ἀνθρώπου τούς ἀγγέλους αὐτοῦ, καί συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τά
σκάνδαλα καί τούς ποιοῦντας τήν ἀνομίαν" (Ματθ. 13, 41)
Ακόμα και για τους ηγέτες ισχύει αυτό, που ισχύει
για όλους τους ανθρώπους : οι ενέργειές τους είναι καθαρά θέμα επιλογών. Ο Θεός
όμως, αν οι ηγέτες έχουν καλή προαίρεση και το ζητήσουν φωτίζει και καθοδηγεί
τη σκέψη προς το καλύτερο. Αρκεί ο άνθρωπος να το επιθυμεί και να είναι
δεκτικός του φωτισμού του Αγ. Πνεύματος. Αν η συνείδησή του, το λογικό του και
η καρδιά του έχουν πωρωθεί και παγώσει, τότε πώς είναι δυνατό να βρει χώρο
δράσης σ’ αυτόν η χάρη του Θεού; Απομονώνεται από την αγάπη του Θεού και
πράττει κατά το δοκούν, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι πράττει το καλύτερο και το
σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Ως αποτέλεσμα έρχονται οι πόλεμοι, η πείνα, οι
συμφορές, η ανομία, μεταπτωτικές καταστάσεις του ανθρώπου, πέρα και έξω όμως
από την αγαθότητα του Θεού.
Υπάρχει βέβαια περίπτωση πόλεμοι
ή φυσικά φαινόμενα να λειτουργήσουν αφυπνιστικά για τον κόσμο. Ωστόσο και πάλι
δεν τα προκαλεί ο Θεός αλλά επιτρέπει να συμβούν, για να προκύψει κάποια
ωφέλεια. Όπως ακριβώς σε μία χειρουργική επέμβαση, όπου το επώδυνο στάδιο
υπάρχει αλλά ξεπερνιέται, για να το διαδεχθεί η θεραπεία.
Με την Ανάστασή Του ο Χριστός
σώζει τον άνθρωπο από τον πνευματικό θάνατο, τη διακοπή δηλαδή της επικοινωνίας
του με τον Θεό και τον επαναφέρει στην παραδείσια κατάσταση. Αρκεί μόνο να
αποδεχθεί ελεύθερα την πρόσκληση και να
ακολουθήσει.
Όσο για τις άπειρες λύσεις που μπορεί να δώσει σε κάθε περίσταση ο Θεός
θα ήταν μάλλον άδικο να τις εγκλωβίσουμε στα όρια των όποιων πολιτικών
αποφάσεων ή να τις συγκρίνουμε με αυτές. Οι λύσεις που δίνει ο Θεός είναι
πραγματικές και δεν οδηγούν ποτέ σε αδιέξοδα. Αρκεί ο άνθρωπος, απλός πολίτης ή
ηγέτης (πολιτικός ή θρησκευτικός) να αφήνει στην καθημερινή ζωή του περιθώρια
δράσης στον Θεό και να μην εμφορείται
από αχαλίνωτο εγωισμό, ούτε από υποκριτικό ευσεβισμό, ο οποίος αποτελεί
στην ουσία του αθεράπευτο εγωισμό με
βάση μία εντελώς ατομοκεντρική θεώρηση του κόσμου, που τελικά οδηγεί και σε
κοινωνική αναλγησία.
Όταν τελικά εναρμονίσει το θέλημά
του με το θέλημα του Θεού, (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταστρατηγείται η
προσωπικότητά του), αφήσει δηλαδή τον εαυτό του ελεύθερο και προσεύχεται να
γίνει το θέλημα του Θεού, το αποτέλεσμα δε μπορεί παρά να είναι, σωτηριολογικά
κρινόμενο, το καλύτερο.