Τοῦ ἐν ἁγίοις
πατρός ἠμῶν
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ ΠΑΛΑΜΑ
«Ὁμιλία εἰς τήν
Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου
καί Θεοῦ καί
Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»
(νεοελληνική ἀπόδοση)
«Ὁ
Προφήτης Ἠσαΐας προεῖπε γιά
τό εὐαγγέλιο
ὅτι
«λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γής»
(Ἤσ. 10,
25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποῦ μέσα
σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε
λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει
κι ἄς
προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται,
γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη
περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα
ἄφθαρτα
νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά
θεία.
«Τόν καιρό ἐκεῖνο
παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν
Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη
καί τούς ἀνεβάζει σέ ὅρος ὑψηλό
κάτ’ ἰδίαν. Ἐκεῖ
μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε
τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος»
(Μάτθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι
καιρός εὐπρόσδεκτος,
σήμερα ἡμέρα
σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα
θεία, νέα καί ἀΐδιος, ποῦ δέν
μετρεῖται μέ
διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό
νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς
δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται
ἀλλοίωση
ἤ σκιά ἕνεκα
μετατροπῆς» (Ἰακ. 1,
7). Αὐτός, ἄφ’ ὅτου
φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία
τοῦ Πατρός
καί συνεργία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό
σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα
νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.
Ἐπειδή,
λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας
ἥλιος,
δέν ἀνέχεται
νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς ποῦ
μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν
τήν ἀδικία
μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν
μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται
καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες
τῆς
δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας
καί αὐτούς εὐφραίνει
μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι ποῦ λέει ἡ Γραφή
«Φῶς ἀνέτειλε
γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη»
(Ψάλμ. 96, 12). Γί? αὐτό καί ὁ
ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεόν: «Τό Θαβώρ
καί ὁ Ἐρμῶν θά ἀγαλλιάσουν
στό ὄνομά
σου» (Ψάλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη
ποῦ
προκλήθηκε ἀργότερα στό ὅρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη
σ? αὐτούς ποῦ τήν εἶδαν.
Ὁ δέ Ἠσαΐας
λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους
βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη
συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἤσ. 58,
6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν
τήν αὐγή τό φῶς σου
καί τά ἰάματά
σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν
σου ἡ
δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ
προστατεύει» (Ἤσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις
ἀπό σένα
δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ
τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει
μέσα ἀπό τό
σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι»
(Ἤσ. 58,
9). Πράγματι, τούς καθιστά κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους,
πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά
λάμψει ἀπλέτως·
«διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος
στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τούς» (Μάτθ. 13, 43).
Ἄς ἀποβάλλουμε
λοιπόν, ἀδελφοί,
τά ἔργα τοῦ
σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε
τά ἔργα τοῦ φωτός,
ὥστε ὄχι μόνο
νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί
ἡμέρας υἱοί νά
γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὅρος, ὅπου ὁ
Χριστός ἔλαμψε,
γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως
πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι
τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος
τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει
στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε
καί ἀνυψῶστε
τούς ὀφθαλμούς
τῆς
διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ
κηρύγματος, ἕως ὅτου
μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση
τοῦ νοῦ σας
καί ἔτσι ἀποκτώντας
τήν θεία αἴγλη ἀπό
ψηλά, νά γίνετε συμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα
τῆς δόξας
τοῦ Κυρίου
(Φίλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου
τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὅρος ἔλαμψε
σήμερα σάν τόν ἥλιο.
Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;»
Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν
σέ σκεῦος στόν
δίσκο τοῦτο. Τό
μέν φῶς εἶναι
πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα
δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν
πάντων, ἀνάβοντας
σ’ αὐτόν τό
φῶς καί
κάμνοντας τόν ἄστρο ποῦ φέρνει
τήν ἡμέρα
καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο
καί τό φῶς τῆς
θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν
εἶναι
πρίν ἀπό κάθε
ἀρχή καί
δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ
τό προσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ,
δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους
χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς
θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε
φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγῆς. Ἔτσι ἔλαμψε
τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος,
τά δέ ἱμάτιά
Του ἔγιναν
λευκά ὅπως τό
φῶς. Ὁ δέ
Μάρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια ποῦ δέν
μπορεῖ νά
λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γής»
(Μάρκ. 9, 3).
Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί
τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά
ἱμάτια, ἄλλ’ ὄχι ἐξίσου.
Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε,
τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν
τό σῶμα Του,
ἔγιναν
φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό
ποιές εἶναι οἱ στολές
τῆς
δόξας, ποῦ θά ἐνδυθοῦν κατά
τόν μέλλοντα αἰώνα ὅσοι
πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα
τῆς ἀναμαρτησίας,
τά ὁποία ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ
λόγω τῆς
παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν
ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει:
«Ἔγινε ἡ μορφή
Τοῦ
διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία
Τοῦ λευκή
καί ἀπαστράπτουσα»,
βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ
τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο
νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ
Μάρκος εἰκονίζει
μέν τά ἱμάτια,
λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι
στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες
καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντί
της θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων.
Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἄλλ’ ὄχι
στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια,
ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό
μικρές φυσαλίδες λόγω τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος
σ’ αὐτό ἀέρα. Ὅταν
δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη
συσταθεῖ
τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει
τόν ἐνυπάρχοντα
ἀέρα,
πήζει ἀπό τήν
σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι
κατέρχεται γεμάτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο,
ὅπως
περίπου ὁ ἀφρός.
Ἐπειδή,
λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό
λευκό του χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν
τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης,
συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ’ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής
τήν ὑπερφυή
φύση τοῦ φωτός ἐκείνου,
μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν
στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα
τοῦ φωτός
νά καθιστά λευκά καί στιλπνά αὐτά ποῦ
φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα
τους. Ἀντιθέτως,
ἐκεῖνο,
καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά
ἀλλοίωσε,
πράγμα ποῦ δέν συνιστᾶ ἰδιότητα
αἰσθητοῦ φωτός.
Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο,
ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε,
τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως
φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά
ἐνεργεῖ αὐτά φῶς
γνώριμο σέ μας; Γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής
θέλοντας νά δείξει ὑπερφυή ὄχι μόνο
τήν ὑπεροχική
λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ
προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί
τήν ὡραιότητα
τῶν ἐνδυμάτων,
παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν
στιλπνότητα μέ τό λευκό του χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί
ἡ τέχνη
μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο,
θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά
πάνω ἀπό
τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει:
«τέτοια, ποῦ δέν μπορεῖ νά
λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».
Ἄλλ’ ὅμως ὁ
προαιώνιος Λόγος, ποῦ σαρκώθηκε γιά μας, ἡ ἐνυπόστατη
σοφία τοῦ
Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ
κηρύγματος· τοῦ ὁποίου
τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία·
λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ
θεοπρεπές καί ἔνθεο γι’ αὐτούς ποῦ
βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν
θεοπρεπῶς τίς
λέξεις τῶν
κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια του εὐαγγελικοῦ
κηρύγματος εἶναι τέτοια, ποῦ
γναφέας ἐπάνω
στήν γῆ,
δηλαδή σοφός του κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά
διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά
κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἐξηγεῖ ἄλλος.
Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος,
«ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ
Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά
γνωρίσει» (Ἅ΄ Κόρ. 2, 14). Γι’ αὐτό καί ἐσφαλμένως
θεωρεῖ αἰσθητές
τίς ἀσύλληπτες
καί θεῖες καί
πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας
πράγματα ποῦ δέν εἶδε,
μάταια ὑπερυφανευόμενος
μέ τόν ὑποδουλωμένο
στήν ἁμαρτία
νοῦ τοῦ» (Κόλ.
2, 18).
Ἄλλ’ ὁ
Πέτρος, ποῦ ὁ νοῦς τοῦ
φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη
θέα καί ἀνυψώθηκε
πρός θεῖο ἔρωτα
καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο,
«καλό εἶναι νά
εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε
στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς
κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς
σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί
μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι,
βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός
τῆς ἀποκαταστάσεως.
Ὅταν ἔλθει ὁ
καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν
ἔπρεπε
νά ἐξισώνει
τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα
τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν
Χριστός ὡς Υἱός
γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ
προφῆτες ὡς υἱοί
γνήσιοί του Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως
πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος
στήν ἄγνοιά
του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού,
νεφέλη φωτεινή τους ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς
λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή
ποῦ ἁρμόζει
στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη
καί πῶς, ἐνῶ ἦταν
φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο
φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός
κατοικεῖ, τό φῶς ποῦ ἐνδύεται
σάν ἱμάτιο;
Διότι λέει: «αὐτός ποῦ
καθιστά τά σύννεφα ἅμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό
σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψάλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος
λέει: «εἶναι ὁ μόνος
ποῦ ἔχει ἀθανασία
καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο»
(Ἅ΄ Τίμ.
6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί
σκότος, ποῦ ἐπισκιάζει
ἀπό ἀσύγκριτη
λαμπρότητα.
Ἀλλά καί
αὐτό, ποῦ λίγο
πρίν εἶδαν τά
μάτια τῶν ἀποστόλων,
χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο
ἀπό τούς
ἱερούς
θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου
ἄβυσσος.
Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη
ἔκχυση
θείας αἴγλης
στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας
γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου
λέγεται ὅτι
κατοικεῖ ὁ Θεός
λέει ὅτι «σ’
αὐτόν τόν
γνόφο εἰσέρχεται
ὅποιος ἀξιώνεται
νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως
τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό ποῦ
πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό
πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι
καί ἡ
φωτεινή νεφέλη ποῦ κατόπιν ἐπισκίασε.
Ἀλλά
στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε
μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως
διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι’
αὐτούς ἀόρατο
λόγω τῆς ἀσύγκριτης
λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε
τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου
φωτός, τόν ἥλιο τῆς
δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί
τήν ὅραση
παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας
καί ἀφαιρεῖ πάλι
τήν ὅραση, ὅταν
κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ
λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω
της δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.
Ἄλλ’ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος
φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ
φύσεως καί ὄχι ὅπως
θέλει, οὔτε μόνο
σέ ὅποιους
θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας
καί τῆς
δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο
φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί
θέληση ἀνάλογη,
φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους
θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι
θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον
τῶν ἀποστόλων
καί μάλιστα ὄχι ἀπό
μεγάλη ἀπόσταση.
Ἔπειτα ἔλαμψε
πιό ἔντονα
κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη
φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος
στά μάτια τῶν ἀποστόλων,
σάν νά εἰσῆλθε σέ
φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε
ἀπό τήν
νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός,
στόν ὁποῖον εὐδόκησα,
Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος
βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν
οἱ οὐρανοί
καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε
φωνή ἀπό τήν
δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία
δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα
ἐνατένισε,
ὅταν ἄνοιξαν
γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί
καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο.
Τώρα ἀκούσθηκε
ἀπό τήν
νεφέλη, ποῦ ἐπισκίασε
τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως
εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια
δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς
λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;
Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν
νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά
πρό τῆς ἐλεύσεως
τοῦ Κυρίου
καί Θεοῦ καί
Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ
νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες,
ἦταν ἀτελῆ καί
δέν ἔγιναν οὔτε
τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου
παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός
λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος,
στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται
καί εὐαρεστεῖται
τέλεια ὁ Πατήρ,
ὅπως σέ
Υἱό ἀγαπητό.
Γι’ αὐτό καί
παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί
σ’ Αὐτόν νά
πειθαρχοῦμε. Καί
ὅταν
λέει «εἰσέλθετε
ἀπό τήν
στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός ποῦ ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια,
ἐνῶ στενή
καί δύσβατη ἡ ὁδός ποῦ ὁδηγεῖ στήν
ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν
λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ’
Αὐτόν νά
πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους
τους ἑαυτούς
σας.
Ὅταν
λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν
νεφέλη ἡ
πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ
μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε
πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο
στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί
στά Ἱεροσόλυμα
ὅταν πλησίαζε
τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος
εἶπε
«Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε
φωνή ἀπό τόν
οὐρανό:
«Τό ὄνομά
μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12,
28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά
κανείς ἀπό αὐτούς
δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο
φωνή, ἀλλά καί
φῶς ἀπεριόριστο
συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ
θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι’ αὐτόν τόν
λόγο ἔπεσαν
πρηνεῖς οἱ
μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά
τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς.
Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἤσαν
φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ
Μάρκος, σαφῶς ἀπό τήν
θεοφάνεια ἐκείνη.
Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται
ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές
καί ἄκτιστο,
τί παθαίνουν πάλι αὐτοί ποῦ ἐπιδίδονται
μέ ὑπερβολικό
ζῆλο στήν
θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν
τά τοῦ
Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο
γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε
βασιλεία Θεοῦ, οὔτε
κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε
λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν
Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται
ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως
ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό
καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια
λέει πῶς τούτη
ἡ δόξα
δέν εἶναι
κοινή μόνο σ’ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί
στούς ἁγίους ἀγγέλους,
καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος
ντραπεῖ νά ὁμολογήσει
ἐμένα
καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά
ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου
γί αὐτόν, ὅταν ἔλθει
μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός
καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων»
(Λούκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν ποῦ ἰσχυρίζονται
πῶς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά
δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή
οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων,
πράγμα ποῦ ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.
Μάλιστα, ὄχι μόνο
οἱ ἄγγελοι,
ἀλλά καί
οἱ ἅγιοι
μεταξύ τῶν ἀνθρώπων
μετέχουν σ’ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἄλλ’ ὁ μέν
Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί
μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν
φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι
καί ἄνθρωποι
τήν ἀποκτοῦν κατά
χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη.
Ἄλλωστε
καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας,
ποῦ ἐμφανίσθηκαν
μαζί Του σ’ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς
παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς
φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας
ὄχι μόνο
τώρα ἐπάνω
στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε ποῦ τό
πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλίτες
νά τό ἀντικρύσουν.
Τοῦτο
δηλώνει καί αὐτός ποῦ λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς
δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη
δόξα τοῦ
Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος ποῦ, ὅταν ὁ Εὐνόμιος
χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν
δόξα τοῦ
Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν
θά ἀνεχόμουν
τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν
στόν Μωϋσῆ.
Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα
καί ἡ
βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων
Του. Γι’ αὐτό καί ὁ
ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά
εἶναι ἐπάνω
μας» (Ψάλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν
τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία
καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων.
Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταία ἐπάνω
στό ὅρος ἡ θεία
λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου
καί τῆς ἀνθρώπινης
σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως
κοινή ἡ οὐσία τῆς
θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής
καί ὁ
Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί ποῦ θέλουν
νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί
τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί
τώρα τήν εἶδαν οἱ
συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά
τήν ἀντικρύσουν,
ὅταν ὁ Κύριος
φανεῖ νά
λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως
δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση
καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ
περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς
δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον
καί ἧττον
μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν ποῦ τό
δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη
εἶναι
κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε
πιό πολύ ἄπ’ τόν ἥλιο, τά
δέ ἱμάτια ἔγιναν
λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας
στήν ἴδια
θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε
τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ
μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου
εἶδαν,
μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.
Ἔτσι
λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό
φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται
αὐξομείωση.
Καί ἕνα
μέρος αὐτοῦ
γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα.
Γι’ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος
λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Ἅ΄ Κόρ.
13, 9). Ὅμως
τελείως ἀμέριστη
καί ἀκατάληπτη
εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί
καμμιά οὐσία δέν
ἐπιδέχεται
αὐξομειώσεις.
Κατά τά ἄλλα, εἶναι
γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά
νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ
γίνεται ὁρατή
στούς κάτ’ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας
καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς
διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι
βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν
οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο
καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε
πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς
χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, ποῦ ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη
αἴγλη ἀπό μία
τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε
πρός τόν Λόγο, ποῦ εἶναι
τώρα μέ τό σῶμα Τοῦ ἐγκατεστημένος
πάνω ἀπό τίς
οὐράνιες ἁψίδες.
Αὐτός,
θεοπρεπῶς
καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό
μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό
μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ’ αὐτή τήν
δόξα, ἄς μιμεῖται
κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί
τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα
μέ τόν ἐπίγειο
βίο μου».
Ἄς παρατηροῦμε,
λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς
τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως
μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς
θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε
τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους
φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς
παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας
ὁ
καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά
τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως
πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε
παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός
μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί
φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς
τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.»
Πηγή μας:
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος Βαρύς
Μετεμορφώθης εν τω όρει
Χριστέ ο Θεός,
δείξας τοις Μαθηταίς σου
την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο.
Λάμψον και ημίν τοις
αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον,
πρεσβείαις της Θεοτόκου,
φωτοδότα δόξα σοι.