Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: "Ομιλία στην Μεταμόρφωση του Κυρίου"



Το ν γίοις πατρός μν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ το ΠΑΛΑΜΑ


«μιλία ες τήν Θείαν Μεταμόρφωσιν το Κυρίου
καί Θεο καί Σωτρος μν ησο Χριστο»

(νεοελληνική πόδοση)

« Προφήτης σαΐας προεπε γιά τό εαγγέλιο τι «λόγο συντετμημένο θά δώσει Κύριος πί τς γής» (σ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εναι κενος, πο μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. ς πανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα σα χουμε κθέσει κι ς προσθέσουμε σα πολείπονται, γιά νά μφορηθομε κόμη περισσότερο πό τά ναποκείμενα φθαρτα νοήματα καί λόκληροι νά καταληφθομε πό τά θεία.

«Τόν καιρό κενο παραλαμβάνει ησος τόν Πέτρο, τόν άκωβο καί τόν ωάννη καί τούς νεβάζει σέ ρος ψηλό κάτ’ δίαν. κε μεταμορφώθηκε νώπιόν τους καί λαμψε τό πρόσωπό Του πως λιος» (Μάτθ. 17, 1). δού τώρα εναι καιρός επρόσδεκτος, σήμερα μέρα σωτηρίας, δελφοί, μέρα θεία, νέα καί ΐδιος, πο δέν μετρεται μέ διαστήματα, δέν αξομειώνεται, δέν διακόπτεται πό νύκτα. Διότι εναι μέρα το λιου τς δικαιοσύνης, ποος δέν φίσταται λλοίωση σκιά νεκα μετατροπς» (ακ. 1, 7). Ατός, φ’ του φιλανθρώπως λαμψε σέ μς μέ εδοκία το Πατρός καί συνεργία το γίου Πνεύματος καί μς ξήγαγε πό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω πό τά κεφάλια μας ς δυτος λιος.

πειδή, λοιπόν, εναι δικαιοσύνης καί λήθειας λιος, δέν νέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται πό ατούς πο μετέρχονται τό ψεδος ψώνουν τήν δικία μέ λόγια τήν πιδεικνύουν μέ ργα. λλά μφανίζεται καί γίνεται πιστευτός πό τούς ργάτες τς δικαιοσύνης καί τούς ραστές τς λήθειας καί ατούς εφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Ατό εναι πο λέει Γραφή «Φς νέτειλε γιά τόν δίκαιο καί σύζυγός του εφροσύνη» (Ψάλμ. 96, 12). Γί? ατό καί ψαλμωδός προφήτης δει πρός τόν Θεόν: «Τό Θαβώρ καί ρμν θά γαλλιάσουν στό νομά σου» (Ψάλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εφροσύνη πο προκλήθηκε ργότερα στό ρος πό τήν λλαμψη κείνη σ? ατούς πο τήν εδαν.

δέ σαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό δικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκν, κάθε δικη συμφωνία ναίρεσε» (σ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθε σάν τήν αγή τό φς σου καί τά άματά σου γρήγορα θά νατείλουν, θά πορεύεται νώπιόν σου δικαιοσύνη σου καί δόξα το Θεο θά σέ προστατεύει» (σ. 58, 8). Καί πάλι, «άν φαιρέσεις πό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά νατείλει μέσα πό τό σκοτάδι τό φς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (σ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστά κι ατούς λλους λιους, πάνω στούς ποίους λιος ατός θά λάμψει πλέτως· «διότι θά λάμψουν καί ο δίκαιοι πως λιος στήν βασιλεία το Πατρός τούς» (Μάτθ. 13, 43).

ς ποβάλλουμε λοιπόν, δελφοί, τά ργα το σκότους, κι ς ργαζόμαστε τά ργα το φωτός, στε χι μόνο νά βαδίσουμε εσχημόνως σάν σέ τέτοια μέρα, λλά καί μέρας υοί νά γίνουμε. Καί ς νεβομε στό ρος, που Χριστός λαμψε, γιά νά δομε τί συνέβη κε. μλλον, άν εμαστε πως πρέπει καί χουμε γίνει ξιοι τέτοιας μέρας, διος Λόγος το Θεο θά μς νεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα μως, παρακαλ, ντείνετε καί νυψστε τούς φθαλμούς τς διάνοιας πρός τό φς το εαγγελικο κηρύγματος, ως του μεταμορφωθετε μέ τήν νακαίνιση το νο σας καί τσι ποκτώντας τήν θεία αγλη πό ψηλά, νά γίνετε συμμορφοι μέ τό μοίωμα τς δόξας το Κυρίου (Φίλ. 3, 21), το ποίου τό πρόσωπο πάνω στό ρος λαμψε σήμερα σάν τόν λιο.

Τί σημαίνει «σάν τόν λιο;» Κάποτε τό λιακό φς δέν πρχε σάν σέ σκεος στόν δίσκο τοτο. Τό μέν φς εναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη μέρα δημιούργησε Κτίστης τν πάντων, νάβοντας σ’ ατόν τό φς καί κάμνοντας τόν στρο πο φέρνει τήν μέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν μέρα. Κατά τόν διο τρόπο καί τό φς τς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεος στό σμα το Χριστο. κενο μέν εναι πρίν πό κάθε ρχή καί δίχως ρχή. Τοτο δέ τό προσλημμα, τό ποο λαβε πό μς Υός το Θεο, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς στερους χρόνους, λαμβάνοντας ντός του τό πλήρωμα τς θεότητας. τσι μφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγς. τσι λαμψε τό πρόσωπο το Χριστο πως λιος, τά δέ μάτιά Του γιναν λευκά πως τό φς. δέ Μάρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πο δέν μπορε νά λευκάνει γναφέας πί τς γής» (Μάρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό διο φς καί τό προσκυνητό κενο σμα το Χριστο καί τά μάτια, λλ’ χι ξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν λιο λαμψε, τά δέ μάτια, φόσον γγιζαν τό σμα Του, γιναν φωτεινά. Καί δειξε μέ ατό ποιές εναι ο στολές τς δόξας, πο θά νδυθον κατά τόν μέλλοντα αώνα σοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εναι τά νδύματα τς ναμαρτησίας, τά ποία ταν πέβαλε δάμ λόγω τς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί ασθανόταν ντροπή. μέν θεος Λουκς λέει: «γινε μορφή Το διαφορετική καί νδυμασία Το λευκή καί παστράπτουσα», βλέποντας τι λα τά κε τελούμενα δέν χουν κάτι ντίστοιχο νά συγκριθον. δέ Μάρκος εκονίζει μέν τά μάτια, λέγοντας μως τι εναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι δειξε καί ατός τι ο εκόνες καί τά παραδείγματα στερον ναντί της θέας τν ματίων κείνων. Διότι τό χιόνι εναι μέν λευκό, λλ’ χι στιλπνό. χει πάντα νώμαλη πιφάνεια, φόσον λο ποτελεται πό μικρές φυσαλίδες λόγω τς μίξεως το νυπάρχοντος σ’ ατό έρα. ταν δηλαδή τό σύννεφο δέν χει κόμη συσταθε τελείως καί δέν μπορε νά ποβάλει τόν νυπάρχοντα έρα, πήζει πό τήν σφοδρότητα το ψύχους καί τσι κατέρχεται γεμάτο έρα, λευκό καί νώμαλο, πως περίπου φρός.

πειδή, λοιπόν, δέν ρκοσε τό λευκό του χιονιο, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τς θέας κείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ’ ατά εαγγελιστής τήν περφυή φύση το φωτός κείνου, μέ τό ποο τά μάτια κενα γιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εναι διότητα το φωτός νά καθιστά λευκά καί στιλπνά ατά πο φωτίζει, λλά νά δείχνει τό χρμα τους. ντιθέτως, κενο, καθώς φαίνεται, τά ποκάλυψε μλλον τά λλοίωσε, πράγμα πο δέν συνιστ διότητα ασθητο φωτός. Τό δέ κόμη παραδοξότερο, τι καί ταν τά λλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ναλλοίωτα, πως φάνηκε λίγο ργότερα. Πς νά τά νεργε ατά φς γνώριμο σέ μας; Γι’ ατό εαγγελιστής θέλοντας νά δείξει περφυή χι μόνο τήν περοχική λαμπρότητα καί μορφιά το προσώπου το Κυρίου, λλά καί τήν ραιότητα τν νδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό του χιονιο. πειδή μως καί τέχνη μαζί μέ τήν φύση πινοε τό ραο, θέτοντας κείνη τήν μορφιά πάνω πό τεχνητούς ραϊσμούς, ναφέρει: «τέτοια, πο δέν μπορε νά λευκάνει γναφέας πάνω στήν γ».

λλ’ μως προαιώνιος Λόγος, πο σαρκώθηκε γιά μας, νυπόστατη σοφία το Πατρός, φέρει πωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο το εαγγελικο κηρύγματος· το ποίου τό γράμμα εναι σάν νδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μλλον δέ θεοπρεπές καί νθεο γι’ ατούς πο βλέπουν πνευματικά τά το Πνεύματος καί ρμηνεύουν θεοπρεπς τίς λέξεις τν κειμένων καί δείχνουν τι τά λόγια του εαγγελικο κηρύγματος εναι τέτοια, πο γναφέας πάνω στήν γ, δηλαδή σοφός του κόσμου τούτου, δέν μπορε νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορε νά τά κατανοήσει, οτε ταν τά ξηγε λλος. Διότι, καθώς λέει πόστολος, «ψυχικός νθρωπος δέν δέχεται τά το Πνεύματος, οτε μπορε νά τά γνωρίσει» (΄ Κόρ. 2, 14). Γι’ ατό καί σφαλμένως θεωρε ασθητές τίς σύλληπτες καί θεες καί πνευματικές λλάμψεις, «ρευνώντας πράγματα πο δέν εδε, μάταια περυφανευόμενος μέ τόν ποδουλωμένο στήν μαρτία νο το» (Κόλ. 2, 18).

λλ’ Πέτρος, πο νος το φωτίσθηκε πό τήν θεσπέσια κείνη θέα καί νυψώθηκε πρός θεο ρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ποχωρισθε τό φς κενο, «καλό εναι νά εμαστε δ», λεγε στόν Κύριο, «ν θέλεις, ς κατασκευάσουμε δ τρες σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσ καί μία γιά τόν λία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εχε φθάσει καιρός τς ποκαταστάσεως. ταν λθει καιρός, δέν θά χρειασθομε σκηνές χειροποίητες. Πέρα πό ατό, δέν πρεπε νά ξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν μοιότητα τν σκηνν. μέν Χριστός ς Υός γνήσιος στούς κόλπους το Πατρός βρίσκεται, ο δέ προφτες ς υοί γνήσιοί του βραάμ στούς κόλπους το βραάμ πως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν Πέτρος στήν γνοιά του λεγε ατά, «δού, νεφέλη φωτεινή τους πισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους το Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εναι σκηνή πο ρμόζει στόν Χριστό. Τί ταν μως ατή νεφέλη καί πς, ν ταν φωτεινή, τούς πισκίασε; Μήπως εναι ατή τό πρόσιτο φς, στό ποο Θεός κατοικε, τό φς πο νδύεται σάν μάτιο; Διότι λέει: «ατός πο καθιστά τά σύννεφα μαξά Του» (103, 4) καί «θεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψάλμ. 17, 13), ν πόστολος λέει: «εναι μόνος πο χει θανασία καί κατοικε σέ φς πρόσιτο» (΄ Τίμ. 6, 16). στε τό διο εναι δ καί φς καί σκότος, πο πισκιάζει πό σύγκριτη λαμπρότητα.

λλά καί ατό, πο λίγο πρίν εδαν τά μάτια τν ποστόλων, χαρακτηρίζεται ς πρόσιτο πό τούς ερούς θεολόγους. «Σήμερα εναι φωτός προσίτου βυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ποστόλους περιόριστη κχυση θείας αγλης στό Θαβώρ». Καί μέγας Διονύσιος ποκαλώντας γνόφο τό πρόσιτο φς, που λέγεται τι κατοικε Θεός λέει τι «σ’ ατόν τόν γνόφο εσέρχεται ποιος ξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δε τόν Θεό». πομένως τό διο φς ταν ατό πο πρωτύτερα βλεπαν νά λάμπει πό τό πρόσωπο το Κυρίου ο πόστολοι καί φωτεινή νεφέλη πο κατόπιν πισκίασε. λλά στήν ρχή πειδή λαμπε μετριότερα, πέτρεπε τήν ραση. ταν μως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη νταση, ταν γι’ ατούς όρατο λόγω τς σύγκριτης λαμπρότητας. Καί τσι πισκίασε τήν πηγή το θείου καί εννάου φωτός, τόν λιο τς δικαιοσύνης Χριστό. λλωστε, καί στόν ασθητό λιο τό διο φς καί τήν ραση παρέχει μέσω τς κτίνας καί φαιρε πάλι τήν ραση, ταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι λαμπρότητά του εναι περάνω της δυνατότητας τν φθαλμν μας.

λλ’ μέν ασθητός λιος φαίνεται πως εναι κ φύσεως καί χι πως θέλει, οτε μόνο σέ ποιους θέλει. δέ λιος τς λήθειας καί τς δικαιοσύνης Χριστός, χοντας χι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, λλά καί θέληση νάλογη, φωτίζει προνοητικς καί σωτήρια μόνο σους θέλει καί σο θέλει. τσι θέλησε καί φάνηκε σάν λιος νώπιον τν ποστόλων καί μάλιστα χι πό μεγάλη πόσταση. πειτα λαμψε πιό ντονα κατά τήν θέλησή Του καί πό τήν σύγκριτη φωτεινότητα γινε όρατος στά μάτια τν ποστόλων, σάν νά εσλθε σέ φωτεινή νεφέλη. λλά καί φωνή κούσθηκε πό τήν νεφέλη: «Ατός εναι Υός μου γαπητός, στόν ποον εδόκησα, Ατόν νά κοτε». ταν Κύριος βαπτίσθηκε στόν ορδάνη, νοίχθηκαν ο ορανοί καί δια κούσθηκε φωνή πό τήν δόξα κείνη σφαλς, τήν ποία δόξα καί Στέφανος ργότερα νατένισε, ταν νοιξαν γι’ ατόν ο ορανοί καί καταλήφθηκε πό τόν Πνεμα τό γιο. Τώρα κούσθηκε πό τήν νεφέλη, πο πισκίασε τόν ησο. πομένως εναι ατή δια περουράνια δόξα το Θεο. Πς λοιπόν εναι ασθητό φς τό περουράνιο;

Δίδαξε δέ πό τήν νεφέλη φωνή το Πατρός, τι λα κενα τά πρό τς λεύσεως το Κυρίου καί Θεο καί Σωτήρα μς ησο Χριστο, ο νομοθεσίες, ο υοθεσίες, ταν τελ καί δέν γιναν οτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα το Θεο, λλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα ατή το Κυρίου παρουσία καί πιφάνεια. Ατός λοιπόν εναι κενος, στόν ποο εδοκε καί ναπαύεται καί εαρεστεται τέλεια Πατήρ, πως σέ Υό γαπητό. Γι’ ατό καί παραγγέλλει Ατόν νά κομε καί σ’ Ατόν νά πειθαρχομε. Καί ταν λέει «εσέλθετε πό τήν στενή πύλη, διότι εναι πλατειά καί νετη δός πο δηγε στήν πώλεια, ν στενή καί δύσβατη δός πο δηγε στήν ζωή», Ατόν νά κοτε. Κι ταν λέει πς τό φς ατό εναι βασιλεία το Θεο, Ατόν νά κοτε, σ’ Ατόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθισττε ξίους τους αυτούς σας.

ταν λοιπόν φάνηκε φωτεινή νεφέλη καί χησε πό τήν νεφέλη πατρική φωνή, πεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γ ο μαθητές· χι ξ ατίας τς φωνς, φο καί λλοτε πολλές φορές κούσθηκε, χι μόνο στόν ορδάνη λλά καί στά εροσόλυμα ταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ταν Κύριος επε «Πάτερ, δόξασε τό νομά Σου» λθε φωνή πό τόν ορανό: «Τό νομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (ω. 12, 28), καί λος μέν χλος κουσε, λλά κανείς πό ατούς δέν πεσε. δ μως χι μόνο φωνή, λλά καί φς περιόριστο συνάμα φάνηκε. Ελόγως, λοιπόν, κατάλαβαν ο θεοφόροι Πατέρες τι γι’ ατόν τόν λόγο πεσαν πρηνες ο μαθητές, χι γιά τήν φωνή, λλά γιά τό παράξενο καί περφυές φς. Διότι καί πρίν φθάσει φωνή σαν φοβισμένοι, πως λέει Μάρκος, σαφς πό τήν θεοφάνεια κείνη.

μως, ταν μέ λα ατά ποδεικνύεται τι τό φς κενο εναι θεο καί περφυές καί κτιστο, τί παθαίνουν πάλι ατοί πο πιδίδονται μέ περβολικό ζλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μπορον νά γνωρίσουν τά το Πνεύματος; Κατρακυλον σέ λλο γκρεμό. Δέν τό νομάζουν θεία δόξα, οτε βασιλεία Θεο, οτε κάλλος, οτε χάρη, οτε λαμπρότητα, πως πό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, λλά σχυρίζονται τι τοτο εναι οσία το Θεο, τό ποο προηγουμένως λεγαν τι εναι ασθητό καί κτιστό. δέ Κύριος στά εαγγέλια λέει πς τούτη δόξα δέν εναι κοινή μόνο σ’ Ατόν καί τόν Πατέρα, λλά καί στούς γίους γγέλους, καθώς γράφει θεος Λουκς: «ποιος ντραπε νά μολογήσει μένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά ατή, θά ντραπε καί Υός το νθρώπου γί ατόν, ταν λθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα το Πατρός καί τν γίων γγέλων» (Λούκ. 9, 26). Ατοί λοιπόν πο σχυρίζονται πς δόξα ατή εναι οσία, θά δεχθον τι ατή εναι κοινή οσία το Θεο καί τν γγέλων, πράγμα πο ποτελε σχάτη σέβεια.

Μάλιστα, χι μόνο ο γγελοι, λλά καί ο γιοι μεταξύ τν νθρώπων μετέχουν σ’ ατή τήν δόξα καί βασιλεία. λλ’ μέν Πατήρ καί Υός μαζί μέ τό θεο Πνεμα χουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, ο δέ γιοι γγελοι καί νθρωποι τήν ποκτον κατά χάρη, δεχόμενοι πό κε τήν λλαμψη. λλωστε καί Μωϋσς καί λίας, πο μφανίσθηκαν μαζί Του σ’ ατή τήν δόξα, ατό κριβς μς παρέστησαν. δέ Μωϋσς φάνηκε κοινωνός τς θεϊκς δόξας χι μόνο τώρα πάνω στό Θαβώρ, λλά καί τότε πο τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, στε νά μή μπορον ο σμαηλίτες νά τό ντικρύσουν. Τοτο δηλώνει καί ατός πο λέει τι Μωϋσς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν θάνατη δόξα το Πατρός. Καθώς καί κενος πο, ταν Ενόμιος χαρακτήριζε μετάδοτη πρός τόν Υό τήν δόξα το Παντοκράτορα, τόν ντέκρουσε λέγοντας τι, δέν θά νεχόμουν τέτοιο λόγο, κόμη κι ν ναφερόταν στόν Μωϋσ.

Κοινή, λοιπόν, καί μία εναι δόξα καί βασιλεία καί λαμπρότητα το Θεο καί τν γίων Του. Γι’ ατό καί ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: « λαμπρότητα το Θεο μας θά εναι πάνω μας» (Ψάλμ. 89, 19). λλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πε τι εναι μία καί κοινή οσία το Θεο καί τν γίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταία πάνω στό ρος θεία λαμπρότητα τς θεότητας το Λόγου καί τς νθρώπινης σάρκας. τι εναι μως κοινή οσία τς θεότητας καί τς σάρκας, θά τό λεγαν Ετυχής καί Διόσκορος καί χι ατοί πο θέλουν νά εναι εσεβες. Καί τήν μέν δόξα ατή καί λαμπρότητα, πως καί τώρα τήν εδαν ο συνοδοιπόροι το ησο, λοι θά τήν ντικρύσουν, ταν Κύριος φανε νά λάμπει πό νατολή ως δύση. Κανείς μως δέν στάθηκε στήν πόσταση καί οσία το Θεο καί εδε περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεο τοτο φς δίδεται μέ μέτρο καί πιδέχεται τό μλλον καί ττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεται, κατά τήν ξία ατν πο τό δέχονται. πόδειξη εναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο το Κυρίου λαμψε πιό πολύ π’ τόν λιο, τά δέ μάτια γιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί Μωϋσς καί λίας στήν δια θεάθηκαν δόξα, λλά κανείς τους δέν στραψε τότε σάν λιος. Καί ο διοι ο μαθητές μέρος το φωτός κείνου εδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά τενίσουν.

τσι λοιπόν μετρεται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεται, τό φς κενο καί πιδέχεται αξομείωση. Καί να μέρος ατο γνωρίζεται τώρα να μέρος ργότερα. Γι’  ατό καί θεος Παλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (΄ Κόρ. 13, 9). μως τελείως μέριστη καί κατάληπτη εναι οσία το Θεο καί καμμιά οσία δέν πιδέχεται αξομειώσεις. Κατά τά λλα, εναι γνώρισμα τν καταραμένων Μεσσαλιανν τό νά νομίζουν τι οσία το Θεο γίνεται ρατή στούς κάτ’ ατούς ξίους. μες μως νατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, τι ο γιοι βλέπουν καί κοινωνον χι τήν οσία το Θεο, λλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φς πόρρητο καί θεία χάρη, ς δεύσουμε πρός τήν λάμψη το φωτός τς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πο κτινοβολε νιαία πόρρητη αγλη πό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια το νο ς νυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πο εναι τώρα μέ τό σμα Το γκατεστημένος πάνω πό τίς οράνιες ψίδες. Ατός, θεοπρεπς καθήμενος στά δεξιά τς μεγαλωσύνης, σάν πό μακρυνό τόπο μς στέλνει ατό τό μήνυμα: «ποιος θέλει νά παραστε σ’ ατή τήν δόξα, ς μιμεται κατά τό δυνατόν καί ς πορεύεται τήν δό καί τήν πολιτεία, τήν ποία πέδειξα μέ τόν πίγειο βίο μου».

ς παρατηρομε, λοιπόν, μέ τούς σωτερικούς φθαλμούς τό μέγα τοτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζε αωνίως μέ τό ϋλο πρ τς θεότητος. Καί φο ποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτνες, τούς ποίους φορέσαμε ξαιτίας τς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ς σταθομε σέ γ γία, ναδεικνύοντας καθένας τήν δική του γ γία διά τς ρετς καί τς νατάσεως πρός τό Θεό, στε νά χουμε παρρησία, ταν ρχεται Θεός μέσα σέ φς, καί προστρέχοντας νά φωτισθομε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αωνίως μαζί Του πρός δόξα τς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τν αώνων.»


Πηγή μας:

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

Ήχος Βαρύς

Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός,
δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο.
Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον,
πρεσβείαις της Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.