"Κάποτε ζοῦσε σ’ ἕνα χωριὸ κάποιος
φτωχὸς γέροντας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα ὄμορφο ἄλογο ποὺ τὸν βοηθοῦσε στὶς
γεωργικές του ἀσχολίες καὶ τὸ ὁποῖο ἦταν
τόσο ὄμορφο καὶ
δυνατό, ὥστε ἦταν
γνωστὸ σὲ ὅλη τὴ γύρω
περιοχή.
Κάποια μέρα ἕνας πρίγκιπας, ποὺ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴ φήμη καὶ τὸ παρουσιαστικὸ τοῦ ἀλόγου, θέλησε νὰ τὸ ἀγοράση, προσφέροντας στὸν γέροντα ἕνα ὑπέρογκο ποσό. Αὐτός, ὅμως, ἀρνήθηκε νὰ πουλήση τὸ ἀγαπημένο του ἄλογο, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε δεθῆ τόσα χρόνια, καὶ ἐπέστρεψε στὸ χωριό του.
–Μὰ καλά, εἶσαι ἀνόητος; ρωτοῦσαν οἱ συγχωριανοί του. Πούλα τὸ ἄλογο γιὰ τὸ καλό σου, θὰ πιάσῃς πολλὰ χρήματα καὶ θὰ εἶσαι εὐτυχισμένος!
–Ἄαα, ἐμένα τὸ ἄλογο μὲ βοηθᾶ στὴν ἐργασία μου… Καὶ ποιός ξέρει, τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό; ἀπαντοῦσε ὁ γέροντας. Μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει!
Οἱ μέρες περνοῦσαν καὶ τὸ ἄλογο παρέμενε ἀχώριστη συντροφιὰ τοῦ γέροντα.
Ἕνα πρωὶ ξύπνησε καὶ εἶδε ὅτι τὸ ἄλογό του εἶχε φύγει.
Οἱ συγχωριανοί του μαζεύτηκαν γιὰ νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴ λύπη τους•
–Τί μεγάλο κακὸ ποὺ σὲ βρῆκε! τώρα ποιός θὰ σὲ βοηθᾶ στὶς δουλειές σου; Ἤσουν ἀνόητος ποὺ δὲν πούλησες τὸ ἄλογο. Τώρα δὲν ἔχεις οὔτε τὰ χρήματα οὔτε τὸ ἄλογο.
Ὁ γέροντας μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ ἠρεμία του ἀπαντοῦσε•
–Καὶ ποιός ξέρει, τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό; Μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει!
Οἱ χωριανοὶ ἀπομακρύνονταν νομίζοντας ὅτι τοῦ γέρου τοῦ ἔχει σαλέψει.
Κάποια μέρα ἕνας πρίγκιπας, ποὺ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴ φήμη καὶ τὸ παρουσιαστικὸ τοῦ ἀλόγου, θέλησε νὰ τὸ ἀγοράση, προσφέροντας στὸν γέροντα ἕνα ὑπέρογκο ποσό. Αὐτός, ὅμως, ἀρνήθηκε νὰ πουλήση τὸ ἀγαπημένο του ἄλογο, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε δεθῆ τόσα χρόνια, καὶ ἐπέστρεψε στὸ χωριό του.
–Μὰ καλά, εἶσαι ἀνόητος; ρωτοῦσαν οἱ συγχωριανοί του. Πούλα τὸ ἄλογο γιὰ τὸ καλό σου, θὰ πιάσῃς πολλὰ χρήματα καὶ θὰ εἶσαι εὐτυχισμένος!
–Ἄαα, ἐμένα τὸ ἄλογο μὲ βοηθᾶ στὴν ἐργασία μου… Καὶ ποιός ξέρει, τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό; ἀπαντοῦσε ὁ γέροντας. Μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει!
Οἱ μέρες περνοῦσαν καὶ τὸ ἄλογο παρέμενε ἀχώριστη συντροφιὰ τοῦ γέροντα.
Ἕνα πρωὶ ξύπνησε καὶ εἶδε ὅτι τὸ ἄλογό του εἶχε φύγει.
Οἱ συγχωριανοί του μαζεύτηκαν γιὰ νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴ λύπη τους•
–Τί μεγάλο κακὸ ποὺ σὲ βρῆκε! τώρα ποιός θὰ σὲ βοηθᾶ στὶς δουλειές σου; Ἤσουν ἀνόητος ποὺ δὲν πούλησες τὸ ἄλογο. Τώρα δὲν ἔχεις οὔτε τὰ χρήματα οὔτε τὸ ἄλογο.
Ὁ γέροντας μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ ἠρεμία του ἀπαντοῦσε•
–Καὶ ποιός ξέρει, τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό; Μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει!
Οἱ χωριανοὶ ἀπομακρύνονταν νομίζοντας ὅτι τοῦ γέρου τοῦ ἔχει σαλέψει.
Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὸ ἄλογο ἐπέστρεψε στὴ μάντρα τοῦ γέροντα, μαζὶ μὲ μερικὰ ἄλλα πανέμορφα ἄγρια ἄλογα ποὺ εἶχε συναντήσει στὸ δάσος.
Μαζεύτηκαν ξανὰ οἱ συγχωριανοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν•
–Τί τυχερὸς ποὺ εἶσαι! Σοῦ ἔτυχε μεγάλο καλό, ἀφοῦ τώρα ἔχεις περισσότερα ἄλογα νὰ σὲ βοηθοῦν.
Ὁ γέροντας τοὺς ἀπάντησε•
–Καὶ ποιός ξέρει τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό; Μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει! Πάντως, εἶμαι εὐχαριστημένος ποὺ τὸ ἄλογό μου γύρισε.
Οἱ συγχωριανοί του τὸν κοίταζαν πάλι περιφρονητικά.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ γυιός του, καβαλικεύοντας ἕνα ἀπὸ τὰ ἄλογα, ἔπεσε κ᾽ ἔσπασε τὰ πόδια του, μένοντας ἀνήμπορος.
Μαζεύτηκαν πάλι οἱ χωριανοὶ λέγοντας•
–Τί κακὸ ποὺ σὲ βρῆκε! Μὲ τὰ ἄλογα ποὺ ἦρθαν, ἔχασες τελικὰ τὸ δεξί σου χέρι στὶς δουλειές –τὸ γυιό σου– ποὺ ὑποφέρει τώρα ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἴσως θὰ ὑποφέρη γιὰ ὅλη του τὴ ζωή.
Ὁ γέρος ἀπαντοῦσε πάλι•
–Ποιός ξέρει… μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό!
Δὲν πέρασε μιὰ βδομάδα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀτύχημα καὶ μία γειτονικὴ χώρα κήρυξε τὸν πόλεμο στὴ χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὴν πόλη του ὁ στρατὸς καὶ ἐπιστράτευσε ὅλους τοὺς νέους ἄντρες τῆς πόλης.
Δὲν πῆραν, φυσικά, τὸν γυιό του, ποὺ εἶχε σπασμένα πόδια, κ᾽ ἔτσι δὲν ἔλαβε μέρος στὶς ἄγριες μάχες ποὺ ἀκολούθησαν.
Ἦρθαν πάλι οἱ συγχωριανοὶ καὶ ἔλεγαν•
–Εἶσαι πολὺ τυχερός, ἀφοῦ οἱ γυιοὶ ὅλων μας πᾶνε νὰ σκοτωθοῦν στὸν πόλεμο, ἐνῷ ἐσὺ θὰ ἔχης τὸν γυιό σου πάντα κοντά σου.
Καὶ ὁ γέροντας τοὺς ἀπάντησε μὲ τρυφερότητα:
–Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουμε ποτέ ἀρκετά, γιὰ νὰ κρίνουμε ἂν κάτι εἶναι εὐλογία ἢ συμφορά. Ἀκόμη, ἀδελφοί μου, δὲν τὸ καταλάβατε• Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό μας!
Πρέπει λοιπὸν νὰ δείχνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό μας, ὄχι στὰ λόγια ἀλλὰ ἔμπρακτα! Ὑπάρχει ἆρα γε περίπτωσι, ἂν ἀφεθοῦμε ὅπως ἕνα μικρὸ παιδὶ στὸ θέλημά Του, νὰ νιώσουμε ποτὲ θλίψη, ἄγχος, στενοχώρια;"
Μαζεύτηκαν ξανὰ οἱ συγχωριανοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν•
–Τί τυχερὸς ποὺ εἶσαι! Σοῦ ἔτυχε μεγάλο καλό, ἀφοῦ τώρα ἔχεις περισσότερα ἄλογα νὰ σὲ βοηθοῦν.
Ὁ γέροντας τοὺς ἀπάντησε•
–Καὶ ποιός ξέρει τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό; Μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει! Πάντως, εἶμαι εὐχαριστημένος ποὺ τὸ ἄλογό μου γύρισε.
Οἱ συγχωριανοί του τὸν κοίταζαν πάλι περιφρονητικά.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ γυιός του, καβαλικεύοντας ἕνα ἀπὸ τὰ ἄλογα, ἔπεσε κ᾽ ἔσπασε τὰ πόδια του, μένοντας ἀνήμπορος.
Μαζεύτηκαν πάλι οἱ χωριανοὶ λέγοντας•
–Τί κακὸ ποὺ σὲ βρῆκε! Μὲ τὰ ἄλογα ποὺ ἦρθαν, ἔχασες τελικὰ τὸ δεξί σου χέρι στὶς δουλειές –τὸ γυιό σου– ποὺ ὑποφέρει τώρα ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἴσως θὰ ὑποφέρη γιὰ ὅλη του τὴ ζωή.
Ὁ γέρος ἀπαντοῦσε πάλι•
–Ποιός ξέρει… μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό!
Δὲν πέρασε μιὰ βδομάδα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀτύχημα καὶ μία γειτονικὴ χώρα κήρυξε τὸν πόλεμο στὴ χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὴν πόλη του ὁ στρατὸς καὶ ἐπιστράτευσε ὅλους τοὺς νέους ἄντρες τῆς πόλης.
Δὲν πῆραν, φυσικά, τὸν γυιό του, ποὺ εἶχε σπασμένα πόδια, κ᾽ ἔτσι δὲν ἔλαβε μέρος στὶς ἄγριες μάχες ποὺ ἀκολούθησαν.
Ἦρθαν πάλι οἱ συγχωριανοὶ καὶ ἔλεγαν•
–Εἶσαι πολὺ τυχερός, ἀφοῦ οἱ γυιοὶ ὅλων μας πᾶνε νὰ σκοτωθοῦν στὸν πόλεμο, ἐνῷ ἐσὺ θὰ ἔχης τὸν γυιό σου πάντα κοντά σου.
Καὶ ὁ γέροντας τοὺς ἀπάντησε μὲ τρυφερότητα:
–Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουμε ποτέ ἀρκετά, γιὰ νὰ κρίνουμε ἂν κάτι εἶναι εὐλογία ἢ συμφορά. Ἀκόμη, ἀδελφοί μου, δὲν τὸ καταλάβατε• Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό μας!
Πρέπει λοιπὸν νὰ δείχνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό μας, ὄχι στὰ λόγια ἀλλὰ ἔμπρακτα! Ὑπάρχει ἆρα γε περίπτωσι, ἂν ἀφεθοῦμε ὅπως ἕνα μικρὸ παιδὶ στὸ θέλημά Του, νὰ νιώσουμε ποτὲ θλίψη, ἄγχος, στενοχώρια;"
Πηγή: