28η
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και τον
19ο αιώνα αναφορές σε όρους όπως «Ιταλία» μόνο ως γεωγραφικές
δύναται να θεωρηθούν. Αυτόν τον αιώνα
της διαμόρφωσης των εθνικών κρατών, επί τη βάσει των κοινών δεδομένων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών
τους, όπου τα κατά τόπους έθνη διεκδικούν την ενότητα και την κυριαρχία τους,
διαδέχεται ο 20ος αιώνας, εποχή σκληρών ανταγωνισμών και απροκάλυπτης βίας
εδραζομένης σε καινοφανή ιδεοπολιτιστικά υπόβαθρα.
Μετά τις αλήστου μνήμης περιπέτειες
των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής καταστροφής, η Ελλάδα βρίσκεται
και πάλι το 1940 μέσα σ’ έναν καταιγισμό πολιτικών και ιστορικών εξελίξεων στον
Ευρωπαϊκό χώρο και τη διεθνή διπλωματική σκηνή. Το μικρό κράτος κλυδωνίζεται
επικίνδυνα από τα αγρίως επαφρίζοντα κύματα του πολέμου και συμπαρασύρεται στη
δίνη του κυκλώνα, όχι από δική του
υπαιτιότητα, αισθητοποιώντας ωστόσο πληρότητα ψυχικών αποθεμάτων με διάθεση
αγωνιστική και καθόλου μοιρολατρική. Το έθνος μας πρωτοστατεί στους αγώνες για
την ελευθερία . Η θέση μας αυτή δεν είναι τόσο αποτέλεσμα καταναγκασμού όσο
ποιοτικής και αυθεντικής έκφρασης των πνευματικών μεγεθών της Ορθοδοξίας και
του Ελληνισμού. Αποτέλεσμα διαχρονικής συμπόρευσης και βιωματικής εμπειρίας.
Η 28η Οκτωβρίου 1940
αποτελεί απερίφραστο, απειρομεγέθη όσο και απερινόητο θρίαμβο της Ελλάδας, της
δημοκρατίας και των πανανθρώπινων αξιών απέναντι
στα μισανθρωπικά στίφη, που δημιουργούσαν αίσθημα ασφυξίας στον πολιτισμένο
κόσμο και προσέφερε ελπίδα και ανάσα ελευθερίας. Αποτελεί παράλληλα πηγή
άντλησης ηθικών δυνάμεων και αναβαπτισμού στα νάματα της Ορθόδοξης πίστης και
της εθνικής μας ιστορίας.
Η κήρυξη του πολέμου εναντίον της
Ελλάδας από μέρους της συμμαχίας του άξονα αποτελεί αισχίστη προσβολή και
συνιστά την αρχαιοελληνική έννοια της ύβρης. Οι Έλληνες συνεπαρμένοι από το
δίκαιο του αγώνα και εμφορούμενοι από τα υψηλότερα ιδανικά επιδίδονται ως
μαχητές του ονείρου σ’ έναν άνισο όσο και ανηλεή αγώνα. Στον αγώνα αυτό έχουν
την αμέριστη υποστήριξη και τη σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου και την ελπίδα του
Ευαγγελικού λόγου : «μη φοβού, το μικρόν ποίμνιον»[1].
Υπέρτατος σκοπός τους η με κάθε τρόπο
διαφύλαξη της εθνικής αξιοπρέπειας, ανεξαρτησίας και εδαφικής
ακεραιότητας. Αυτό καθίσταται δυνατόν
όχι με βαρύγδουπες διακηρύξεις αλλά με πράξεις ανδρείας, προφρόνου ομοψυχίας
και σύμπνοιας, οι οποίες απαντούν στον αχαλίνωτο εγωϊσμό των επιτιθέμενων
Ιταλών, που έχουν τη βεβαιότητα της νίκης. Όμως την ύβρη ακολουθεί η
νέμεση και η βεβαιότητα γίνεται πρώτα
ψευδαίσθηση και κατόπιν ήττα για τους αδιάντροπους επιδρομείς.
Η 28η Οκτωβρίου 1940
καθίσταται φωτεινό ορόσημο της Ελληνικής ιστορίας. Ημέρα ξεχωριστή ανάμεσα στις
ξεχωριστές, περιβάλλει με τη λαμπρότητά της έναν ακόμα επικό αγώνα των Ελλήνων.
Αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο της φυλής και περιφρουρεί τις ηθικές αξίες
της. Περιχαρακώνει κάθε έννοια πολιτισμού υψώνοντας απόρθητο τείχος απέναντι σε
κάθε μορφή βαρβαρότητας. Προσφέρει την πολυτίμητη, ζωογόνο και δροσερή αύρα της
ελευθερίας. Αποτελεί προοίμιο και πρόγευση αθανασίας. Τονώνει το περί δικαίου
αίσθημα του Ελληνισμού καθώς συμβολίζει παντοτινά την πάλη ενάντια στο άδικο
και ανατέλλει στις υψιπετείς καρδιές
τον «νοητό ήλιο της δικαιοσύνης». Πάνω από όλα όμως είναι το ανεξίτηλο
παράδειγμα για όλον τον κόσμο, όχι βέβαια για να κερδηθούν έπαινοι που τη μία
ημέρα λέγονται και την άλλη λησμονούνται ανάλογα με τα ισχύοντα συμφέροντα,
αλλά για να καταδειχθούν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τα μεγέθη εκείνα που
οδηγούν στην απόλυτη καταξίωση τόσο ενός έθνους όσο όμως και αυτής ακόμα της
ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, την οποία υποστασιοποιούν σε όλο της το ανάπτυγμα
και συντελούν στο διάβα της από το εγκόσμιο και προσωρινό στο Θείο και
αιώνιο.
Προβάλλονται επίσης οι αξίες του
εθνικού αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης του λαού, συνάμα με αυτήν της ειρηνικής
συνύπαρξης των εθνών. Διαψεύδονται έτσι όσοι θέλουν τον πόλεμο ως διάθεση της
φύσης, ως απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα και στην ουσία ωραιοποιούν
τις καταστάσεις υπερτονίζοντας τα κέρδη του πολέμου. Ο πόλεμος είναι
μεταπτωτικό και άρα παρακμιακό φαινόμενο, δείγμα ευτελισμού των αξιών μέσα σε
μία οργανωμένη κοινωνία και δείγμα αποξένωσης των ανθρώπων μεταξύ τους. Συνιστά
έκφραση των πιο αρνητικών αισθημάτων, τα οποία
εξωτερικεύονται μερικές φορές με τον πιο ειδεχθή τρόπο, που απάδει
εντελώς προς τον ορθόδοξο τρόπο σκέψης και ζωής. Ωστόσο όταν αυτός επιβάλλεται,
τότε η άμυνα για τη διαφύλαξη «των ιερών και των οσίων» και νόμιμη και
δικαιολογημένη είναι.
Οι Έλληνες λοιπόν αναλώνονται στον
αγώνα για τη διαφύλαξη των εστιών, των πολιτιστικών και πνευματικών θησαυρών.
Κυρίως όμως πολεμούν, για να έχουν την
πολυτέλεια σε καιρούς χαλεπούς να αναπνέουν ελεύθερα. Κι όταν ακόμα εξαιτίας
ανίερης συμμαχίας η Ελλάδα περιέρχεται στον ασφυκτικό και ταπεινωτικό ζυγό της
κατοχής, ο γυμνητεύων και πένης λαός δεν παύει να ανθίσταται. Η Ελλάδα δεν
ηττάται, πολύ περισσότερο δεν πεθαίνει, απλώς αναπαύεται, κάνει μία ανάπαυλα
στην πολύπαθη και μακρόχρονη ιστορία της Ρωμηοσύνης. Σε καμμία περίπτωση δεν
απουσιάζει από το διεθνές προσκήνιο, ούτε εξαφανίζεται στη δίνη των
περιστάσεων. Είναι καταδικασμένη από την ιστορία της και τη γεωγραφική της θέση
να πρωταγωνιστεί. Το ιδιαίτερο πνευματικό βάρος τόσων αιώνων μεταφέρεται από
την αρχαιότητα στο Βυζάντιο, στη Ρωμανία, και από εκεί στο νεοελληνικό κράτος,
στο σήμερα, σε μία αδιάσπαστη συνέχεια. Στην καρδιά των Ελλήνων η σκλαβιά δεν
ευδοκιμεί. Υπάρχει μία πνευματική δύναμη, που τους ωθεί σε άοκνη πάλη και η
βεβαιότητα για την ελευθερία της ψυχής, η οποία δεν γνωρίζει υποδούλωση,
δεν φυλακίζεται, δεν σταματά να σκιρτά προς τα πιο υψηλά ιδανικά. Αυτό ακριβώς
επισφραγίζει και ο Ευαγγελικός λόγος: «μη φοβείσθε από των αποκτεννόντων το
σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι»[2]. Η διαπίστωση αυτή προσθέτει τόλμη και αφοβία.
Κάνει τον αγώνα ακόμα πιο έντονο. Ενισχύει διαχρονικά το φρόνημα της αντίστασης
απέναντι σε πολυποίκιλους και ποικιλώνυμους εχθρούς και κινδύνους.
Το «όχι» των Ελλήνων, ηγετών και λαού,
απέναντι στους εισβολείς αποτέλεσε ηχηρό κόλαφο στα καταχθόνια σχέδια της
διαμορφούμενης τότε νέας τάξης πραγμάτων, η οποία με τρόπο δόλιο επεδίωκε την
εξαφάνιση κάθε ιδιαιτερότητας μέσα στο πλαίσιο μίας ιδιότυπης παγκοσμιοποίησης
και ισοπέδωσης των πάντων.
Το αθάνατο «όχι» δύναται να θεωρηθεί ως έκφραση σεβασμού της ιστορικής μνήμης και κατάδειξη της αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού.
Για εμάς αποτελεί και θα αποτελεί την παρακαταθήκη και το ηθικό δίδαγμα, τον φωτεινό φάρο που θα σηματοδοτεί την πορεία του Ελληνισμού παρατεινόμενου στους αιώνες.
Αιωνία η μνήμη των προγόνων!