Προσεγγίζοντας το μάθημα των Θρησκευτικών μέσα από την Υμνολογία και Υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σε
μία εποχή ισοπέδωσης των πνευματικών αξιών το μάθημα των Θρησκευτικών δεν
αποτελεί μάθημα με τη στενή γνωσιολογική έννοια του όρου. Αντιθέτως, προβάλλει περισσότερο
ως μεταφορά της διαχρονικής εμπειρίας και του ιδιαίτερου τρόπου ζωής της καθ'
ημάς Ορθόδοξης Ανατολής. Ως εκ τούτου, δύναται να κατανοηθεί ως μάθημα μεταλαμπάδευσης
του βιώματος της Εκκλησίας, μέλη της οποίας αποτελούν τόσο οι μαθητές όσο και ο
διδάσκων. Η Υμνολογία και η Υμνογραφία, ως αναπόσπαστο κομμάτι της
εκκλησιαστικής τέχνης και ως μορφή επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό,
αποτελεί αντικείμενο μελέτης του μαθήματος. Η παρούσα εισήγηση, βασιζόμενη στη διδακτική
ενότητα "Εκκλησιαστική Τέχνη: Υμνολογία" του σχολικού βιβλίου των
Θρησκευτικών της Γ' Γυμνασίου, αποτελεί μία πρόταση διδακτικής προσέγγισης των
Θρησκευτικών αξιοποιώντας τον τρόπο με τον οποίο μετουσιώνουν οι ύμνοι της
Εκκλησίας τη θεωρία της σε πράξη. Ως στόχος της μελέτης τίθεται η ανάδειξη
της διασύνδεσης του μαθήματος των Θρησκευτικών με το ιστορικό πλαίσιο, την
θεματολογία και την πνευματικότητα των ύμνων, οι οποίοι επενδύουν μουσικά τις
Ακολουθίες της Εκκλησίας.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το μάθημα των Θρησκευτικών, ενταγμένο
στην παρεχόμενη από την Πολιτεία εκπαίδευση, υπηρετεί τους γενικούς σκοπούς της
παιδείας. Ο Νόμος 1566/85 εξειδικεύει τα περί
θρησκευτικής αγωγής του Συντάγματος σε σχέση με την ορθόδοξη χριστιανική
παράδοση. Σύμφωνα με αυτόν, κύριος σκοπός της εκπαίδευσης είναι «η διαμόρφωση
ενός ολοκληρωμένου και καθολικού ανθρώπου σε σχέση με την ορθόδοξη χριστιανική
παράδοση» (Ν. 1566, άρθρο 1). Ειδικότερα, ο σκοπός της πρωτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εξειδικεύεται έτσι, ώστε οι μαθητές «[...] να
διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης
χριστιανικής παράδοσης» (ό.π.).
Σε αυτό το πλαίσιο, βασικός σκοπός του
μαθήματος Θρησκευτικών είναι να δείξει πώς η θεολογία νοηματοδοτεί την
ανθρώπινη ζωή. Σε μία εποχή ισοπέδωσης των πνευματικών αξιών το μάθημα των
Θρησκευτικών δεν αποτελεί μάθημα με τη στενή γνωσιολογική έννοια του όρου.
Αντιθέτως, προβάλλει περισσότερο ως μεταφορά της διαχρονικής εμπειρίας και του
ιδιαίτερου τρόπου ζωής της καθ' ημάς Ορθόδοξης Ανατολής. Για τον λόγο αυτό, δεν
είναι μετάδοση αφηρημένων αληθειών και διανοητικών σχημάτων αλλά ένταξη στη ζωή
της Εκκλησίας (Μεταλληνός, 1991: 63). Ως εκ τούτου, δύναται να κατανοηθεί ως
μάθημα μεταλαμπάδευσης του βιώματός της, μέλη της οποίας αποτελούν τόσο οι
μαθητές όσο και ο διδάσκων. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός, ότι το μάθημα
συνιστά έκφραση και μετάδοση πίστης,
παρά την κατά καιρούς έντονη αμφισβήτηση του χαρακτήρα του, που τείνει να
εκπέσει και να μετατραπεί σε θρησκειολογικό. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένας
απρόσωπος κρατικός λειτουργός. Συνεπώς, ενδιαφέρεται για την συνολική καλλιέργεια
του μαθητή, διαμορφώνοντάς τον ως σωστό πολίτη (Κολλιός, 2009:130).
Η Υμνολογία και η Υμνογραφία, ως
αναπόσπαστο κομμάτι της εκκλησιαστικής τέχνης και ως μορφή επικοινωνίας του
ανθρώπου με τον Θεό, αποτελεί αντικείμενο μελέτης του μαθήματος των
Θρησκευτικών. Εγκολπώνεται και μετουσιώνει από θεωρία σε πράξη ολόκληρη την
Παράδοση της καθ' ημάς Ανατολής. Πρόκειται για δυναμική κίνηση σε μία
αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια από την πρώτη Εκκλησία έως το τέλος της ανθρώπινης
ιστορίας. Η αξιοποίηση της Υμνολογίας και της Υμνογραφίας στο μάθημα των
Θρησκευτικών αποσκοπεί αρχικώς στο να καταστήσει τον μαθητή γνώστη της
ιστορικής εμφάνισης - ανάπτυξης των διαφόρων τροπαρίων και της θέσης τους εντός
της εκκλησιαστικής πραγματικότητας καθώς και να δώσει την ευκαιρία στο μαθητή
να εμβαθύνει σε θέματα λατρείας της Εκκλησίας (Αγάθωνος, χ.χ.).
Η παρούσα εισήγηση, βασιζόμενη στη
διδακτική ενότητα "Εκκλησιαστική Τέχνη: Υμνολογία" του σχολικού
βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ' Γυμνασίου, αποτελεί μία πρόταση διδακτικής
προσέγγισης των Θρησκευτικών αξιοποιώντας τον τρόπο με τον οποίο μετουσιώνουν
οι ύμνοι της Εκκλησίας τη θεωρία της σε πράξη. Ως στόχος της μελέτης τίθεται η
ανάδειξη της διασύνδεσης του μαθήματος των Θρησκευτικών με το ιστορικό πλαίσιο,
την θεματολογία και την πνευματικότητα των ύμνων, οι οποίοι επενδύουν μουσικά
τις Ακολουθίες της Εκκλησίας.
2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το μάθημα των Θρησκευτικών δύναται να κατανοηθεί
κατεξοχήν ως προσέγγιση των θεμάτων της Ορθόδοξης Θεολογίας με παράλληλη παροχή
της κατάλληλης αγωγής, αντί στείρας μεταφοράς γνώσεων. Στην ουσία πρόκειται για
μετάδοση της εμπειρίας και του διαχρονικού σωτηριολογικού μηνύματος της Εκκλησίας.
Αυτό γίνεται με τρόπο μεθοδικό με την προσέγγιση, εμβάθυνση και ερμηνεία της
Αγίας Γραφής και της Ιερής Παράδοσης (Στύλιος, 1982).
Με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο
Προγράμματος Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και τα συνακόλουθα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών
(ΑΠΣ) για την υποχρεωτική εννεαετή εκπαίδευση (ΦΕΚ τ. Β΄ αρ. 303/13– 03–03),
πέρα από την ενημέρωση για την υφή του θρησκευτικού φαινομένου, στη σκοποθεσία
των νέων ΑΠΣ εντάσσεται και η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης καθώς και η
απόκτηση γνώσεων γύρω από τη χριστιανική πίστη και την ορθόδοξη χριστιανική
παράδοση. Παράλληλα, συνεπικουρείται η
καλλιέργεια του ήθους και της προσωπικότητας του μαθητή, με την αξιοποίηση των
μορφωτικών αγαθών της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και της Παράδοσης της Εκκλησίας
(ΥΠΔΒΜΘ, 2011).
Ο ανοικτός διάλογος, η συνεργατική
μάθηση, η διαθεματική – διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης και ο συσχετισμός
με τα άλλα μαθήματα και καινοτόμα προγράμματα του σχολείου αποτελεί τη νέα
φιλοσοφία των βιβλίων στο μάθημα των Θρησκευτικών και των τριών τάξεων του
Γυμνασίου (Γιαγκάζογλου, 2011).
Η διαθεματικότητα μπορεί να συνεισφέρει
γόνιμα και δημιουργικά στην ανάδειξη της σχέσης που έχει ο λόγος και ο τρόπος
της Ορθοδοξίας με τον πολιτισμό που σαρκώθηκε στη Θεολογία, την Λατρεία, την Tέχνη, την Παράδοση και τη Zωή της Εκκλησίας στην ιστορική της πορεία (ό.π.). Ειδικότερα,
η διαθεματική προσέγγιση του μαθήματος των Θρησκευτικών με το μάθημα της
μουσικής αποτυπώνει και αναδεικνύει το φιλοκαλικό ήθος της Ορθόδοξης Παράδοσης
αφού η Υμνολογία και η Υμνογραφία εμπεριέχουν την ποίηση και τη μελωδία.
Πράγματι, η Υμνολογία και η Υμνογραφία εντάσσεται
στην εκκλησιαστική τέχνη μαζί με τη ναοδομία και την αγιογραφία. Ως Υμνολογία
ορίζεται "ο ευχαριστήριος ύμνος που απευθύνεται προς τον Θεό [...] αλλά
και η φιλολογική μελέτη των εκκλησιαστικών ύμνων" (Μπαμπινιώτης, 1998: 1851).
Ο όρος Υμνογραφία αναφέρεται στη "λειτουργική ποίηση που συνοδευόταν από
μέλος" (Μπουγάς, 1994: 11).
Από το απώτατο παρελθόν η ποίηση
προσφέρθηκε ως ένδυμα της προσευχής του ανθρώπου προς το θείον (Μιστριώτης,
1897:14). Ανά τους αιώνες συνοδεύει τον άνθρωπο ως εξωτερίκευση των πιο
ενδόμυχων προς τον Θεό συναισθημάτων του.
Η χριστιανική Υμνολογία και Υμνογραφία
γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο περιβάλλον του ιουδαϊκού κόσμου (ΕΑΠ, 2002).
Η Εκκλησία χρησιμοποιούσε ύμνους για τις λειτουργικές της ανάγκες από το τέλος
του Α' μ.Χ. αιώνα (Παπαδόπουλος, 1982:472). Πληροφορούμαστε μάλιστα ότι ύμνοι
χρησιμοποιούνταν κατά τις ευχαριστιακές συνάξεις (ό.π.:316). Κατά τις
συναθροίσεις των πρώτων χριστιανών σε ιδιωτικούς ευκτήριους οίκους, έψαλλαν υμνητικά τραγούδια προς το Θεό. Οι
πρώτοι λειτουργικοί ύμνοι ήταν οι ψαλμοί και οι πνευματικές ωδές, ένας
παράλληλος τρόπος λατρείας δηλαδή με αυτόν που εφαρμοζόταν στην εβραϊκή
συναγωγή. Ο τρόπος με τον οποίο
έψελναν μας είναι γνωστός από την Παλαιά Διαθήκη: ο ψάλτης έψελνε και οι πιστοί
επαναλάμβαναν τον ψαλμό με αντιφώνηση. Στη συνέχεια η χριστιανική λατρεία
εμπλουτίστηκε με νέους ύμνους, που τόνιζαν περισσότερο την Θεολογία της Καινής
Διαθήκης (ΕΑΠ, 2002). Αυτό γιατί συνδέονταν με την ανάγκη της προσευχής των
πιστών κατά το πρότυπο της Κυριακής Προσευχής καθώς και την ύμνηση και
δοξολογία του Λυτρωτή και Σωτήρα Χριστού (Παγουλάτος, Στάθης & Γουνελάς,
2002:74). Γι' αυτό και τμήματα ύμνων ή ολόκληροι ακόμα ύμνοι διασώθηκαν στα
βιβλία της Καινής Διαθήκης (ό.π.:76). Μάλιστα στην Α' προς Κορινθίους επιστολή
του Απ. Παύλου μπορεί να αναζητηθεί το πρώτο Τυπικό των συναθροίσεων των
χριστιανών (Α' Κορ. 14, 1-40). Επιπλέον,
καταφανής είναι η αρχαιοελληνική επίδραση στους ύμνους. Και τούτο διότι
διαπιστώνεται πως η γοητεία της αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας υπήρξε
ακαταμάχητη και άσκησε, όπως ήταν φυσικό, βαθύτατη επίδραση στους Βυζαντινούς
ποιητές, σε σημείο να συναντώνται όλα τα εξωτερικά στοιχεία της, χωρίς αυτά να
εμποδίζονται από το δόγμα της Εκκλησίας (Δετοράκης, 1997:185).
Τελικά η υμνογραφία δεν είναι άλλο από
την ποίηση των Βυζαντινών, δηλαδή η λειτουργική ποίηση των χριστιανών ορθοδόξων
σε όλα τα χρόνια τα παραδοσιακά, από τότε που ιδρύθηκε η Εκκλησία μέχρι σήμερα (Πάσχος,
2005). Η Παράδοση της Εκκλησίας και η υμνογραφία της συνεχώς τροφοδοτεί τις
εμπνεύσεις των χριστιανών λογοτεχνών και ποιητών και επομένως επιδρά στην
ευσέβεια, την πίστη των χριστιανών (ό.π.). Αυτό έρχεται ως αντιστάθμισμα στη
σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα, η οποία προτάσσει το γνωσιολογικό μέρος
σε βάρος της αγωγής.
3. μια διδακτικΗ
προσΕγγιση των θρησκευτικΩν μΕσα
απΟ την υμνολογΙα
Το σχολικό βιβλίο των Θρησκευτικών της Γ' Γυμνασίου
περιλαμβάνει διδακτική ενότητα με θέμα: "Εκκλησιαστική Τέχνη:
Υμνολογία". Σε αυτή την ενότητα παρέχονται στους μαθητές πληροφορίες για
τα θέματα της Υμνογραφίας, τα κύρια είδη ύμνων, τα χαρακτηριστικά της
εκκλησιαστικής μουσικής, καθώς και την σύνδεσή της με την Θεία Λατρεία. Με
αφετηρία λοιπόν την εν λόγω διδακτική ενότητα προτείνουμε μια διδακτική προσέγγιση
του μαθήματος των Θρησκευτικών, αξιοποιώντας τον τρόπο με τον οποίο
μετουσιώνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας τη θεωρία της σε πράξη. Ειδικότερα,
προσπαθούμε να αναδείξουμε τη διασύνδεση του μαθήματος των Θρησκευτικών με το
ιστορικό πλαίσιο, την θεματολογία και την πνευματικότητα των ύμνων, οι οποίοι
επενδύουν μουσικά τις Ακολουθίες της
Εκκλησίας από τις απαρχές του Χριστιανισμού.
Οι μαθητές έρχονται αρχικά σε επαφή με την θεματολογία
των ύμνων. Μέσα στα ποικίλα Θεολογικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, εύκολα θα
βρει κάποιος μελετητής υμνολογικά στοιχεία. Αξιομνημόνευτη είναι η προτροπή του
Απ. Παύλου προς τους Κολοσσαείς όπως: "ψαλμοίς, ύμνοις, ωδαίς
πνευματικαίς, εν τη χάριτι άδοντες εν τη καρδία υμών τω Θεώ" (Κολ. 3,16). Διερμηνεύοντας τον Απ. Παύλο ο Μέγας Βασίλειος κάνει
επίσης λόγο για ωδές πνευματικές, εύηχη ψαλμωδία και άγιες προσευχές (PG, 32:372).
Γίνεται λοιπόν κατανοητό από τους μαθητές ότι στην
υμνογραφία της πρώτης Χριστιανικής περιόδου, οι υμνογράφοι συνήθως δεν
ξεφεύγουν από τα πλέον παραδοσιακά θέματα. Ως τέτοια νοούνται η δοξολογία του
Θεού, η ευχαριστία και η αίτηση ελέους (Πάσχος, 1984:465). Ωστόσο ο ρόλος των
Οικουμενικών Συνόδων αποδεικνύεται κομβικός για την εξέλιξη της θεματολογίας
της Υμνογραφίας. Η τιμή προς την Υπεραγία Θεοτόκο γίνεται από την Γ'
Οικουμενική Σύνοδο δόγμα της Εκκλησίας και υμνείται ανεμπόδιστα η Παναγία
(ό.π.). Η θέση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο
με την διατύπωση του σχετικού όρου (Καρμίρης, 1960:175).
Παρέχεται επίσης η διδακτική δυνατότητα να
προσεγγιστούν θέματα που αντλούνται και από τις εορτές των αγίων. Αυτά
εμπλέκονται με την υμνολογία των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, καθώς
εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες της οργανωμένης Εκκλησίας (Δετοράκης,
1997:256). Εξάλλου είναι διαρκώς παρούσα η ευχαριστιακή, δοξολογική,
σωτηριολογική και εσχατολογική διάσταση της Υμνογραφίας. Παράλληλα, μέσω των
ύμνων, προσφέρεται ψυχική ανάταση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
"ουδέν γαρ ουδέν ούτως ανίστησι ψυχήν και πτεροί και της γης
απαλλάττει...ως μέλος συμφωνίας και ρυθμώ συγκείμενον θείον άσμα" (PG, 55:156).
Με το τέλος των διωγμών και την ειρήνη που προσφέρει ο
Μ. Κωνσταντίνος, δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να διαπιστώσουν και
υμνογραφικά τον θρίαμβο της λατρείας των μαρτύρων, καθώς η μαχόμενη Εκκλησία
είχε θεμελιώσει την ζωή της πάνω στο αίμα των μαρτύρων της (Δετοράκης,
1997:258). Έχουν ήδη προηγηθεί σχετικές διδακτικές ενότητες για τους μεγάλους
διωγμούς των Χριστιανών και τις Κατακόμβες, ως τόπους καταφυγής και μνήμης. Έπειτα
στην στρατιά αυτή των μαρτύρων, έρχονται να προστεθούν, και συνεχώς
προστίθενται, οι όσιοι και οι ασκητές (ό.π.) των "αγωνισμάτων το ευώδες
κειμήλιον" (Μηναίον Δεκεμβρίου: 45). Οι βίοι τους, των μεν με το
ακατάβλητο φρόνημά τους και των δε με τον αδιάλειπτο πνευματικό και ασκητικό
τους αγώνα, αποτελούν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τους υμνογράφους κάθε
εποχής. Παρά ταύτα, υπάρχει συνείδηση στο πλήρωμα της Εκκλησίας ότι, μέσω των
ύμνων, τιμούμε και σεβόμαστε τους Αγίους, προσκυνούμε όμως και λατρεύουμε μόνο
τον Θεό (Πάσχος, 1984:486). Συνεπώς, οι μαθητές αντιλαμβάνονται ότι για το
πρόσωπο της Παναγίας και τους Αγίους οφείλουμε κατηγορηματικά να
αντιδιαστέλλουμε την έννοια της τιμητικής από την λατρευτική προσκύνηση, που αποδίδεται
στον Θεό (ό.π.).
Αν και τα περιθώρια πρωτοτυπίας στην σύνθεση των ύμνων
είναι ελάχιστα, άκρως ενδιαφέρουσα είναι η διαρκής και σε όλα τα επίπεδα της
ανθρώπινης καθημερινής ζωής παρουσία της Εκκλησίας (Δετοράκης, 1997:266).
Διακρίνουν λοιπόν οι διδασκόμενοι μία ποικιλία υμνογραφικών θεμάτων, που
διαχρονικά αναφέρονται σε όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου. Από διάφορα
σημαντικά γεγονότα μέχρι καθημερινές στιγμές και ανάγκες. Αρκεί μία και μόνη
ματιά στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, όπως το Ευχολόγιο, για να
αποτυπωθεί με ευκολία σε πόση έκταση καλύπτονται οι ανάγκες των πιστών.
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνεται στους μαθητές πως εξίσου
πλούσια είναι και η σχετική με τους ύμνους ορολογία, αφού δεν είναι λίγοι οι
σχετικοί όροι. Σε αυτούς εντάσσονται ως πιο σημαντικοί (ό.π.:89-95): Οι
Ακολουθίες, τακτικές ή έκτακτες, οι οποίες αποτελούν το σύνολο των ύμνων μίας
ημέρας. Τα Τροπάρια, μικρά λειτουργικά άσματα στις διάφορες ακολουθίες. Ακόμα,
τα Ιδιόμελα, τροπάρια δηλαδή που ψάλλονται με το δικό τους ιδιαίτερο μέλος,
χωρίς κάποιο μουσικό ή ποιητικό πρότυπο. Επίσης οι Καταβασίες, που έλκουν την
ονομασία τους από την αρχαία συνήθεια να κατεβαίνουν οι ψάλτες από τα στασίδια
τους και να ψάλλουν στο μέσον του ναού. Επιπλέον τα Απολυτίκια, τροπάρια που
ψάλλονται στο τέλος του εσπερινού ή του όρθρου, κατά την απόλυση, τα Κοντάκια
κ.ά. Περίοπτη θέση κατέχει ο Επιτάφιος Θρήνος. Όπως παρατηρεί ο Τωμαδάκης (1965:78)
πρόκειται περί: "ανθολογίου ποιητικού, γέμοντος ωραίων εικόνων...συγκινητικών
εκφράσεων, προκαλούντος δε την άφατον θλίψιν του πιστού επί τη προσκαίρω δύσει
του μη δύοντος ηλίου".
Προκειμένου να επιτευχθεί σε επίπεδο έκφρασης
συναισθημάτων και πνευματικής ανάτασης το καλύτερο αποτέλεσμα, τονίζεται στους
μαθητές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μουσική, ως Ψαλτική Τέχνη, είναι φωνητική,
μονοφωνική και ανόργανη (Στάθης, 1995: 5). Ως καταλληλότερο λοιπόν όργανο
εξύμνησης του Θεού προκρίνεται η ανθρώπινη φωνή. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος
καταθέτει, κάθε φορά που υμνολογεί τον Κύριο, όλο του το είναι. Επιπροσθέτως η σημειογραφία
της ως αποκύημα του Βυζαντινού πνεύματος και πολιτισμού, είναι ένα σοφό σύστημα
για την τέλεια έκφραση της μονοφωνικής λογικής μουσικής (ό.π.). Ο στενογραφικός
της χαρακτήρας αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύτιμος και η τεχνική του Βυζαντινού
μέλους καθίσταται ασφαλιστική δικλείδα αυτοπροστασίας της μουσικής από
εξωτερικές επιδράσεις (Αμαργιανάκης, 1995:6). Η εκκλησιαστική μουσική δύναται
να θεωρηθεί ταυτόχρονα "λόγια" αλλά και "παραδοσιακή".
"Λόγια" γιατί, μεταξύ άλλων, είναι γραπτή και βασίζεται σε ένα
εξελιγμένο θεωρητικό σύστημα και "παραδοσιακή" γιατί είναι τροπική,
μονοφωνική, επιτρέπει μερικώς τον αυτοσχεδιασμό, ενώ στηρίζεται κατά ένα
μέρος στην προφορική παράδοση (ό.π.).
Προσεγγίζοντας την παράδοση της καθ' ημάς Ανατολής, οι
μαθητές αντιλαμβάνονται ότι ο λόγος προτάσσεται
έναντι της μουσικής ενώ στην Δυτική Ευρώπη συμβαίνει το αντίθετο. Η εκεί
εκκλησιαστική μουσική χαρακτηρίζεται από την χρήση κατά την λατρεία
εκκλησιαστικού οργάνου, κάτι που απάδει προς την Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση.
Επιπλέον υπάρχει και το στοιχείο της πολυφωνίας, η οποία σταδιακά αναπτύχθηκε σαν μία επαναστατική ιδέα
εμπλουτισμού του Γρηγοριανού μέλους (Βασιλειάδης, 1990: 63). Ήχοι και νότες
διαφέρουν επίσης εμφαντικά, ενώ στην Βυζαντινή μουσική παράδοση ως
"σολίστ" χαρακτηρίζεται ο "μονοφωνάρης" ή
"καλοφωνάρης" (Παγουλάτος et al, 2002: 74). Στην Αυτοκρατορία
της Νέας Ρώμης κυριαρχούν οι τίτλοι "ψάλτης" και
"πρωτοψάλτης", ως υπούργημα στην ζωή της Εκκλησίας, με τον
"λαμπαδάριο" να ταυτίζεται με την πάροδο του χρόνου με τον αριστερό
ιεροψάλτη (Πηλίλης, 1985: 118,122). Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, η
εκκλησιαστική μουσική στη Δύση φαίνεται να εκφράζει την αγωνιώδη προσπάθεια
απεγκλωβισμού του ανθρώπου από τα αδιέξοδα του υλικού και αμετροεπούς Δυτικού
πολιτισμού.
Την ίδια στιγμή η ασκητική Παράδοση της Ορθοδοξίας,
προβάλλει ως το ανόθευτο αντίβαρο του στείρου ηθικισμού και διασώζει την
αυθεντική πνευματική και αγωνιστική εμπειρία της Εκκλησίας. Αυτή την εμπειρία
και πίστη μεταφέρουν οι κατά καιρούς μεγάλοι υμνογράφοι της Εκκλησίας όπως ο
Ρωμανός ο Μελωδός, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Ανδρέας Κρήτης, ο Κοσμάς ο
Μελωδός, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, η Κασσιανή και άλλοι, επώνυμοι ή ανώνυμοι, έως
τις ημέρες μας (Χρήστου, 1991: 349-358). Όλοι αυτοί οι υμνογράφοι εκφράζουν
μέσα από τους ύμνους τους την Μεταμορφωτική δύναμη της ασκητικής Παράδοσης της
Ορθοδοξίας και τελικά με την ίδια την ζωή τους υπηρετούν το αγιαστικό τρίπτυχο:
κάθαρση - φωτισμός - θέωση.
Ως εκ τούτου, και λαμβανομένων υπ' όψιν των
χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας, θα μπορούσαν να τεθούν στους μαθητές
αρκετά ερωτήματα προς διερεύνηση. Επιλέγονται ωστόσο δύο, ως τα πλέον επίκαιρα
ή αντιπροσωπευτικά της εποχής σε σχέση με την Υμνογραφία της Εκκλησίας.
Πρώτον, αν θα ήταν δυνατή η απευθείας απόδοση στην
καθομιλουμένη της Θείας Λειτουργίας και των διάφορων εκκλησιαστικών ύμνων, κάτι
που θα είχε πολυποίκιλες συνέπειες, αφού πρόκειται για ποίηση που εξυπηρετεί
τον αγιασμό του ανθρώπου και τυχόν αλλοιώσεις θα είχαν ολέθριες πνευματικές,
σωτηριολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες. Και όχι μόνο... Θα αποτελούσε
έναν ακόμα ασφαλή δείκτη της διαπιστωμένης γλωσσικής μας πενίας.
Δεύτερον, σε μία εποχή που η τέχνη υπηρετεί
περισσότερο τον εαυτό της παρά τον άνθρωπο, αναρωτιέται κανείς αν θα είχε την
ευκαιρία η Υμνογραφία να γίνει και πάλι το εφαλτήριο για νέες πνευματικές
αναβάσεις. Σύμφωνα με τον Χρήστου (1991: 346), "η θρησκευτική ποίησις
εκφράζει συναισθήματα τα οποία πλημμυρίζουν τον ποιητήν κατά την προσπάθειάν του
προς ανάτασιν και επαφήν με το θείον˙ είναι συνεπώς προσωπική".
Μέσα στο θεραπευτήριο των ψυχών που λέγεται Εκκλησία, μόνο
εκεί ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται με τον σεβασμό που τού οφείλεται.
Για να γίνουν περισσότερο αντιληπτά τα παραπάνω
στοιχεία, καλό θα ήταν, με αφορμή την συγκεκριμένη διδακτική ενότητα, να
υπάρξει μία τουλάχιστον διαθεματική διδασκαλία των μαθημάτων των Θρησκευτικών
και της Μουσικής, ώστε να υπάρχει ενδελεχής μελέτη και προσέγγιση τόσο του υμνογραφικού στίχου όσο
και του κάλους της μελωδίας. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε υπερβολικά να αρθούν τυχόν
προκαταλήψεις των μαθητών σχετικά με την Εκκλησιαστική μουσική, ενώ ταυτόχρονα
θα προσέφερε θετικές υπηρεσίες στην διεύρυνση των γνωσιολογικών, κυρίως όμως
των πνευματικών τους οριζόντων.
Μέσω της διδακτικής αυτής προσέγγισης οι μαθητές
καλούνται να κατανοήσουν ότι oι ύμνοι
αποτελούν την μουσική επένδυση των Ακολουθιών της Εκκλησίας. Υπηρετούν σθεναρά
το μυστήριο της θέωσης του ανθρώπου που είναι και ο απώτερος σκοπός της Λατρείας. Σε αυτήν την
πνευματική Θεία Λατρεία απαιτείται η εναργέστερη
συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των πιστών. Γιατί ο αγιασμός του ανθρώπου
υπηρετείται άριστα μέσα από τις Λατρευτικές συνάξεις της Εκκλησίας.
Η όλη προσπάθεια, που αποτυπώνεται στην παρούσα
εισήγηση, είναι εν κατακλείδι, μία προσπάθεια παρουσίασης στους μαθητές της
Ορθόδοξης Υμνογραφίας στις πραγματικές της διαστάσεις. Σε αυτές τις διαστάσεις
της δύναται να γίνει κατανοητή και να προσληφθεί από τους μαθητές που
διδάσκονται το εν λόγω μάθημα. Σε μία εποχή που εγκατέλειψε τον Χριστοκεντρικό
της άξονα χάριν της υλιστικής αφθονίας και λαιμαργίας, προβάλλει ξανά ως
μεθόριο μεταξύ ουρανού και γης. Ασφαλής πυξίδα που καθοδηγεί την υπαρξιακή
αναζήτηση κάθε ανθρώπου. Επαναπροσδιορίζει και οριοθετεί την ξεχασμένη αγαπητική σταυρόσχημη σχέση Θεού και ανθρώπου,
ανθρώπου και συνάνθρωπου. Σχέση που ακριβώς περιγράφεται στην Κυριακή Προσευχή.
Επιπλέον καθίσταται τρόπος μετοχής στις ενέργειες του Θεού, εντασσόμενη στο
πλαίσιο της αδιάλειπτης προσευχής. Με την πολύτιμη βοήθεια της μουσικής που
ξεδιπλώνεται πάνω στον περίτεχνα αποτυπωμένο στίχο, οι μαθητές κατανοούν ότι η
Υμνολογία προσφέρει στον άνθρωπο την γαλήνη, την εσωτερική ψυχική ηρεμία με
προέκταση σε κάθε τομέα της ζωής του, την θεολογικώς ονομαζόμενη καταλλαγή.
Τέλος καταδεικνύει με τρόπο παραστατικό, με την ποίηση
και την μελωδία, την αναψηλάφηση όλης της ανθρώπινης Ιστορίας και
πνευματικότητας και την επαναφορά τους στην αρχική, αιώνια, ακατάλυτη και μόνη
πηγή τους, τον Θεό.
Παρασκευάς Ι. Λαλιώτης
Εισήγηση στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο
Καλλιτεχνικής Παιδείας,
Καλλιτεχνικής Παιδείας,
Πάτρα, 20 Ιουνίου 2015
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Migne J.P. (1996), Ελληνική
Πατρολογία (Patrologia Graeca), Κέντρον
Πατερικών Εκδόσεων, Τόμος 55, Αθήνα.
Migne J.P. (1999), Ελληνική
Πατρολογία (Patrologia Graeca), Κέντρον
Πατερικών Εκδόσεων, Τόμος 32, Αθήνα.
Nestle,
Β. & Aland, Κ. (1993), Novum
Testamentum Graece, Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart.
Αγάθωνος, Π.
(χ.χ.), Σημειώσεις στο μάθημα της
Υμνολογίας, Λευκωσία. Ανακτήθηκε από http://www.agiou-chrysostomou-naos.org/pdf/Simiwseis-Hymnologias.pdf,
στις 22/04/2015.
Αμαργιανάκης,
Γ. (1995), "Δίαυλος Θείων μηνυμάτων, Η σχέση της Βυζαντινής μουσικής με
τον λόγο, την τέχνη και την λατρεία", Η
Καθημερινή Επτά Ημέρες, 16 Απριλίου 1995.
Βασιλειάδης,
Σ. (1990), "Μουσική", Λήμμα από την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 43,
Αθήνα, σελ. 63.
Γιαγκάζογλου,
Σ. (2011), "Το μάθημα των Θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση", Ανάλεκτα, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα.
Ανακτήθηκε από http://www.pi-schools.gr/lessons/religious/analekta/30.pdf, στις
22/04/2015.
Δετοράκης
Θ. (1997), Βυζαντινή Υμνογραφία,
Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Ηράκλειο 1997.
Παγουλάτος Γ., Γρ. Στάθης & Σ. Γουνελάς
(2002), Η Ορθοδοξία ως Πολιτιστικό Επίτευγμα, Τόμος Α', Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών,
Πάτρα.
ΕΑΠ
(2002), Γράμματα 1: Αρχαία ελληνική και
βυζαντινή φιλολογία, Γ' τόμος, Πάτρα.
Καρμίρης,
Ι. (1960), Τα δογματικά και συμβολικά
μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος 2, Αθήνα.
Κολλιός,
Γ. (2009), Γέρων Παΐσιος. Η παιδαγωγική
σκέψη του, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα.
Μεταλληνός,
Γ. ( 1991), Σύγχυση, πρόκληση, αφύπνιση,
εκδ. Αρμός, Αθήνα.
Μηναίον,
Μην Δεκέμβριος, Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη "Φως", Αθήνα.
Μιστριώτης,
Γ. (1894-1897), Ελληνική γραμματολογία
από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της υπό των Τούρκων αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως, τ. Ι, Αθήνα.
Μπαμπινιώτης,
Γ. (1998), Λεξικό της νέας ελληνικής
γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Μπουγάς,
Ν. (1994), "Υμνογραφία", Λήμμα από την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 59,
Αθήνα, σελ. 11.
Ν.
1566/1985 "Δομή και λειτουργία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης", ΦΕΚ 167, τ.Α΄, 30.9.1985
Παπαδόπουλος,
Σ. (1982), Πατρολογία, τόμος Α',
Αθήνα.
Πάσχος,
Π. (2005), "Επίδοση τιμητικού τόμου σε έναν καταξιωμένο
πανεπιστημιακό", συνέντευξη στον Σ. Κοδέλλα, 01/07/2005. Ανακτήθηκε από http://www.kapodistriako.uoa.gr/stories/070_in_01/index.php?m=2,
στις 23/04/2015.
Πάσχος,
Π. (1984), "Τα Δογματικά Θεοτοκία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,
Ερμηνευτική Προσέγγιση", Τμήμα Α', Επιστημονική
Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, 26, σελ: 457-491.
Πηλίλης,
Ι. (1985), Τίτλοι, Οφφίκια και Αξιώματα
εν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Χριστιανική Ορθοδόξω Εκκλησία,
Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Αθήνα.
Στάθης, Γ.
(1995), "Εκκλησιαστική Μελουργία, Η πάντερπνη ηχητική έκφραση της
Ορθόδοξης λατρείας", Η Καθημερινή
Επτά Ημέρες, 16 Απριλίου 1995.
Στύλιος,
Ε. (1982), Μικρό χριστιανικό λεξικό,
αυτοέκδοση, Αθήνα.
Τωμαδάκης,
Ν. (1965), Η Βυζαντινή Υμνογραφία και
Ποίησις, ήτοι Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τόμος Β', Αθήνα.
ΥΠΔΒΜΘ
(2011), Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα σπουδών
στα Θρησκευτικά Γυμνασίου, Αθήνα.
Χρήστου,
Π. (1991), Εκκλησιαστική Γραμματολογία.
Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού, τόμος Α', εκδ. Κυρομανός, Θεσσαλονίκη.