Πρωτοπρεσβύτερου
πατρός Θεόδωρου Ζήση
Καθηγητοῦ
Θεολογικῆς ΑΠΘ
"Ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ ἀνεπηρέαστη ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς ἱστορικούς μας ἔρευνα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, δικαιολογοῦν τὴν ἐπιλογὴ τῶν ὀρθοδόξων τὸν 15ο αἰώνα νὰ προτιμήσουν τὴν τουρκικὴ κατάκτηση ἀπὸ τὴν δυτικοευρωπαϊκὴ ἕνωση καὶ συμμαχία, ποὺ ἔθετε ὡς ὅρο γιὰ τὴ στρατιωτικὴ βοήθεια τὴν πολιτιστικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἔνταξη στὸν παπισμὸ ἢ μὲ σημερινοὺς ὅρους στὴν Εὐρώπη. Οἱ σημερινοὶ πολιτικοί μας ἡγέται καὶ ἡ πνευματικὴ
ἡγεσία στὴν πλειονότητά τους, ὄχι μόνο δὲν κατανοοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐπικρίνουν... ἐκείνη τὴν προβληματική, γιατί ἡ διαφοροποίηση
λατινοφραγκικοῦ καὶ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ δὲν ὑπάρχει πλέον καὶ ὅλοι στὴν Ἑλλάδα
ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ φοροῦμε φράγκικα, εὐρωπαϊκά. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ
ἄγρυπνη καὶ φωτισμένη αὐτὴ ἑλληνορθόδοξη συνείδηση, ἡ μεγαλύτερη ἴσως μορφὴ τοῦ
Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὴν Ἅλωση, καταλάβαινε καὶ κατανοοῦσε πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ εἶχε
πεῖ τότε, πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση, ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, τὸ «κρειττότερον ἐστιν ἐν μέσῃ
τῇ πόλει ἰδέσθαι φακιόλιον τουρκικὸν ἢ καλύπτραν λατινικήν». Θεωροῦσε εὐνοϊκὴ τὴ
ρύθμιση γιὰ τὴ διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ ὅτι μᾶς κατέκτησε ὁ Τοῦρκος καὶ ὄχι ὁ
Φράγκος. Ἔλεγε: «Τριακοσίους χρόνους μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ μας ἔστειλεν
ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικὸν καὶ τὸ εἶχαν
Χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερον τὸ ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς
Χριστιανοὺς καὶ ἔφερε τὸν Τοῦρκον καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἰδικόν μας καλόν, καὶ τὸ
ἔχει ὁ Τοῦρκος 320 χρόνους. Καὶ διατὶ ἔφερεν ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον καὶ δὲν ἔφερε ἄλλον
γένος; Διὰ ἰδικὸν μας συμφέρον, διότι τὰ ἄλλα ἔθνη θὰ μᾶς ἔβλαπτον εἰς τὴν
πίστιν, ὁ δὲ Τοῦρκος ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσεις κάμνεις ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἅγιος κουβαλοῦσε
τότε καὶ ἐξέφραζε ἀνόθευτα καὶ ἀκέραια τὴν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας·
καυχιόταν γιατί ἦταν ὀρθόδοξος καὶ μετέδιδε στὸν λαὸ αὐτή του τὴν καύχηση· «Ὅλαι
αἱ πίστεις, ἔλεγε, εἶναι ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις
τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ
βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο
σᾶς λέγω τώρα· νὰ εὐφραίνεσθε ὁποὺ εἶσθε ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ νὰ κλαίετε διὰ
τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος».
Ἂς
δοῦμε ὅμως σύντομα ποιές εἶναι οἱ ἀξίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ σὲ σχέση μὲ τὶς
ἀξίες τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ καὶ ἂν ἀληθεύει πράγματι αὐτὸ ποὺ σύγχρονοι εὐρωπαϊσταὶ
ἰσχυρίζονται. Στὴν προσπάθειά τους νὰ μᾶς πείσουν οἱ τελευταῖοι ὅτι δὲν
διαφέρουν οἱ δύο πολιτισμοὶ προβάλλουν τὴ θέση ὅτι ὁδεύοντας πρὸς τὴν Εὐρώπη, ὁδεύουμε
πρὸς τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, συναντοῦμε ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν αὐτοσυνειδησία
μας. Εἶναι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς μὲ τὸν δικό μας, τὸν ὀρθόδοξο
πολιτισμό;
Κατ’
ἀρχὴν ἕνα βασικὸ στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ ἀμέσως τοὺς δύο πολιτισμοὺς εἶναι ἡ ὑπερβολικὰ
μεγάλη ἀξία ποὺ ἔδωσε ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς στὸν ὀρθὸ λόγο, στὴν ἀνθρώπινη
γνώση, στὴν ἐπιστήμη. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Καρόλου κυριάρχησε στὴ Δύση ὁ σχολαστικισμὸς καὶ
ὁ ὀρθολογισμός.
Αὐτὸ
συνεχίσθηκε καὶ ἐντάθηκε ἀκόμη περισσότερο στὴν περίοδο τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ στὴν
περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ πνευματικὸς κόσμος περιορίσθηκε στὴ
λογικὴ καὶ στὴν ἐπιστήμη· ὅλα εἶναι νοῦς, ὀρθὸς λόγος, ἐπιστήμη. Ὅ,τι δὲν ἑρμηνεύεται
λογικὰ καὶ ἐπιστημονικά, αὐτὸ εἶναι μῦθος, δεισιδαιμονία, δὲν ἀποτελεῖ στοιχεῖο
πολιτισμοῦ, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν πολιτισμό. Ἀντίθετα, στὸν δικό μας πολιτισμό, τὸν
ὀρθόδοξο, δὲν ἀπορρίπτεται ἡ λογική, ἡ ἀνθρώπινη γνώση, ἡ ἐπιστήμη, ἱεραρχεῖται
ὅμως σωστὰ στὴ θέση της, κάτω ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ τὴ θεία σοφία. Καὶ εἶναι
ἐνδιαφέρον στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ τονίσουμε ὅτι στὴν πόλη μας, τὴν Θεσσαλονίκη, ὑπῆρχε
προβληματισμὸς σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔντονη ἀντιπαράθεση τὸν 14ο αἰώνα
κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἡσυχαστικῶν διενέξεων. Ἡ σύγκρουση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ δὲν ἦταν σύγκρουση δύο προσώπων, ἀλλὰ δύο
κόσμων, ποὺ προσπαθοῦσαν ὁ καθένας νὰ προβάλει τὸ πρότυπο τῆς ἀνθρώπινης
τελειότητας, τὸν ἰδανικὸ ἄνθρωπο. Ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς ἀντιπροσώπευε καὶ ἐξέφραζε
τὸ ἰδανικό της τελειότητος τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος
γίνεται τέλειος μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ὅταν ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη,
δημιούργησε ἀναταραχὴ στοὺς μοναχικοὺς κύκλους, γιατί προβάλλοντας τὸ δυτικὸ οὐμανιστικὸ
ἰδεῶδες ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς: «Τί κάθεστε ἐσεῖς οἱ καλόγεροι καὶ ἀσχολεῖσθε μὲ
τὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες ἀνοησίες καὶ δὲν στρώνεσθε νὰ
μάθετε φιλοσοφία, νὰ διαβάσετε ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς δρόμος
γιά νά φθάσετε στήν τελειότητα». Τελειότητα χωρὶς τὴν φιλοσοφία εἶναι ἀδιανόητη
γιὰ τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρὸ καὶ τὸν δυτικὸ πολιτισμο.
Ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποὺ ἀνέλαβε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν ὀρθόδοξο πολιτισμὸ καὶ
νὰ καθησυχάσει τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀνησύχησαν, ἀπάντησε στοὺς συνηγόρους τῶν
φιλοσόφων ὅτι ἡ φιλοσοφία καταφέρνει τελικῶς νὰ προσφέρει ὄχι γνώση, ἀλλὰ ἀγωνία
καὶ ἄγχος· «οὐ μᾶλλον γνῶσιν ἢ ἀγωνίαν ἐκ τούτων ὑμῖν αὐτοῖς περιποιεῖσθε, ὢ
βέλτιστοι». Δὲν ὑπάρχει φιλοσοφικὴ ἄποψη στὴν ὁποία νὰ μπορεῖ κανεὶς μὲ σιγουριὰ
νὰ στηριχθεῖ, γιατί σίγουρα κάποιος ἄλλος φιλόσοφος θὰ τὴν ἀνατρέψει, ὅπως ἔδειξαν
οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι «διηνεκῶς ἀλλήλους ἀνατρέποντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων ἀνατρεπόμενοι».
Ὁ Χριστός, τὸ πρότυπο τῆς χριστιανικῆς τελειότητος, ἦταν ἐντελῶς ἀμαθὴς καὶ ἄπειρος
στὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ σοφία. Ἂν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ἦταν ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς
τελειότητος, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἔλεγε «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τὰ ὑπάρχοντα
πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τὸν σταυρὸν ἆρον, ἀκολουθεῖν ἐμοὶ προθυμήθητι», ἀλλὰ θὰ
ἔλεγε «τῆς ἔξω σοφίας ἐπιλαβοῦ, σπεῦσον πρὸς τὴν τῶν μαθημάτων ἀνάληψιν,
περιποίησαι σεαυτῷ τὴν ἐπιστήμην τῶν ὄντων». Θὰ ἐδίδασκε γεωμετρία καὶ ἀστρονομία
καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, γιὰ νὰ διώξει τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας. Δὲν θὰ διάλεγε ἀγραμμάτους
ψαράδες ὡς μαθητάς, ἀλλὰ φιλοσόφους, οὔτε θὰ δίδασκε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι
ἡ ἀνθρώπινη σοφία εἶναι μωρία. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἔχασε
τὴν ἀρχέγονη μακαριότητα, γιατί ὑπέκυψε στὸν πειρασμὸ τῆς γνώσεως καὶ δὲν ἀρκέσθηκε
στὴ φυλακὴ τῆς καρδίας, στὴ φρούρηση δηλαδὴ καὶ καλλιέργεια τοῦ συναισθηματικοῦ
κόσμου, ὅπου φύονται οἱ κακίες καί τά πάθη.
Τὸ
ἀποφασιστικὸ πράγματι στοιχεῖο ποὺ δείχνει τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ
ἔναντί της ὀρθολογιστικῆς καὶ τεχνοκρατούμενης Εὐρώπης εἶναι ὅτι παράγει ἀνθρώπους
ἀπαθεῖς, χωρὶς κακίες καὶ πάθη, ἁγίους, γιατί προϋπόθεση τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ καὶ
τῆς ἐνεργείας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ἀπάθεια. Ἡ ἐπιστήμη
καὶ ἡ φιλοσοφία οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπιστήμονες καὶ φιλοσόφους μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει,
καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι γεμάτοι κακίες καὶ πάθη. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητη
ἡ κάθαρση καὶ ἡ ἀπάθεια γιὰ νὰ γίνεις σοφὸς καὶ ἐπιστήμων. Γι’ αὐτὸ γέμισε ὁ
κόσμος ἀπὸ ἐμπαθεῖς καὶ ἀκαλλιέργητους πνευματικὰ ἐπιστήμονες, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐπιστημονικὰ
καὶ τεχνολογικὰ προηγμένος σύγχρονος πολιτισμός, πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ ὁδηγεῖται
στὴν κατάπτωση.
Ἕνα
ἄλλο στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ τοὺς δύο πολιτισμοὺς εἶναι τὸ ὅτι στὴ Δύση τὸ
βάρος πέφτει ὄχι στὰ πνευματικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ στὰ ὑλικά. Ἡ τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη
χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄνεση, ἡ
εὐημερία, ἡ πολυτέλεια, ἡ σπατάλη, ἡ ἐπίδειξη πλούτου, κατέστρεψαν καὶ ἀφάνισαν
τὸ γνήσιο πρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ
τὴν ὀλιγάρκεια, τὴν εὐτέλεια, τὴν λιτότητα, τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πενία. Αὐτὸ
ποὺ ἰσχύει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πολιτισμούς· ἂν χάσει ὁ ἄνθρωπος
τὴν ψυχή του, τὴν πνευματική του ὀντότητα, δὲν κερδίζει τίποτε ἔστω καὶ ἂν
κατακτήσει ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς γής· «τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον
κερδίση καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;»[1].
Ἡ
οἰκολογικὴ καταστροφὴ ποὺ μὲ δέος τὴν ἀντιμετωπίζουν οἱ ἐπιστήμονες, εἶναι ἀπόρροια
τῆς ὑλιστικῆς κατευθύνσεως τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ δὲν σέβεται τὴ
δημιουργία, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνικανοποίητη ὑλιστικὴ βουλιμία τοῦ
ἀνθρώπου. Τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας δὲν θὰ ἐκινδύνευαν,
ἂν ἀντὶ τοῦ homo oeconomicus, ὁ ὁποῖος δὲν ὀρρωδεῖ πρὸ οὐδενός, προκειμένου νὰ
αὐξήσει τὰ κέρδη καὶ νὰ ἀποκτήσει ἀνέσεις, καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀνθρώπινο τύπο
τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, κυριαρχοῦσε ὁ homo asceticus, ὁ ἀσκητής, ὁ μοναχός, ὁ
λιτοδίαιτος καὶ ὀλιγαρκής, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀνθρώπινο τύπο τοῦ ὀρθοδόξου
πολιτισμοῦ.
Ἡ
ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ ἐπίσης διαφοροποιεῖ τοὺς δύο πολιτισμούς. Θὰ ἀναφέρω
χαρακτηριστικὲς σκέψεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, ὅπου φαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή,
βλέπει τὴν παροῦσα ζωὴ ἐσχατολογικά, ζῆ μὲ τὴν πίστη ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πάροικοι
καὶ παρεπίδημοι, ὅτι «τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Σκοπός μας δὲν εἶναι
νὰ ὀργανώσουμε ἐγκόσμια κράτη, νὰ ἐκκοσμικεύσουμε τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἔκανε ἡ
Δύση μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, νὰ ἀποκτήσουμε ἀνέσεις καὶ ἀξιώματα,
ἀλλὰ νὰ προετοιμασθοῦμε γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Παραθέτω ἕνα χαρακτηριστικὸ κομμάτι ἀπὸ
τὸν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου Πρὸς τοὺς νέους, ὅπου λέγει ὅτι ὁ Χριστιανὸς αὐτὰ
ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἄλλη ζωὴ καὶ δὲν βοηθοῦν στὴν κατάκτησή της, ὅπως εἶναι ὁ
πλοῦτος, ἡ καταγωγή, ἡ σωματικὴ δύναμη, οἱ τιμὲς τῶν ἀνθρώπων, τὰ θεωρεῖ περιττὰ
καὶ ἄχρηστα, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ὅλοι σήμερα, ὅσοι ζοῦμε στὶς χῶρες τῆς Ἀμερικῆς, τῆς
Εὐρώπης καὶ μερικὲς τῆς Ἀνατολῆς, τὰ θεωροῦμε ὡς ἀξιοζήλευτα ἀγαθά· «ἡμεῖς, ὧ
παῖδες, οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτε
ἀγαθὸν τί νομίζομεν ὅλως, οὔτ’ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου
παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχὺν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ
μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἂν εἴποι
τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν,
ἀλλ’ ἐπὶ μακρότερον προΐμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα
πράττομεν. Ἃ μὲν οὖν ἂν συντελῆ πρὸς τοῦτο ἡμῖν, ἀγαπᾶν φαμεν, τὰ δ’ οὐκ ἐξικνούμενα
πρὸς ἐκεῖνον ὡς οὐδενὸς ἄξια παρορᾶν»[2]. Τὰ ἴδια
περίπου λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Τί δεδοίκαμεν εἰπὲ μοι τὸν
θάνατον; Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ’ ἐξορίαν, εἰπέ μοι;
Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλὰ χρημάτων δήμευσιν; Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν
εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα. Καὶ τὰ φοβερώτερα τοῦ
κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον
ἐπιθυμῶ, οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μὴ διὰ τὴν ὑμετέραν
προκοπήν… Χριστὸς μετ᾽ ἐμοῦ καί τίνα φοβηθήσομαι»[3].
Αὐτὴ
ἡ ἐσχατολογικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς ἔχει τὴν καθαρότερη ἐφαρμογή της στὸν
μοναχικὸ βίο, στὰ μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχοὶ προσπαθοῦν νὰ ζήσουν ἀπὸ τώρα ὡς ἄγγελοι
τὴ ζωὴ τῶν ἐσχάτων, προγεύονται καὶ προλαμβάνουν τὰ ἔσχατα. Ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ
μοναστήρια αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ θεώρηση, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ ἡ ἀφοβία
μπροστὰ στὸν θάνατο, ἔχουν ἀποτυπωθεῖ ὡς γνωρίσματα τοῦ πολιτισμοῦ τῆς
Ρωμηοσύνης ποὺ σιγὰ-σιγὰ τὸν ἐγκαταλείπουμε. Ὑπῆρχε τὸ ρωμαίϊκο φιλότιμο·
προκειμένου νὰ κρατήσει ὁ Ρωμηὸς τὴν ἀξιοπρέπειά του, τὴν τιμή του, δὲν
λογαρίαζε ὅτι θὰ χάσει τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ ἀγαθά του, δὲν φοβόταν, ὅπως ὁ Διγενὴς
Ἀκρίτας, νὰ συναντήσει τὸν θάνατο καὶ νὰ μονομαχήσει· αὐτὰ ἦσαν γνωρίσματα «τοῦ
Ρωμαϊκοῦ φύλου, τοῦ εὐγενοῦς ἀρχῆθεν, τοῦ καρτερικοῦ, τοῦ ἀνδρικωτάτου, καὶ διὰ
πόνων καὶ καρτερίας καὶ τῆς εἰς τὴν ἀρχὴν ὑπακοῆς ἄχρι καὶ θανάτων μυρίων τῆς οἰκουμένης
σχεδὸν ἁπάσης ἄρξαντος», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης[4].
Ἕνα
ἄλλο στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ τοὺς δύο πολιτισμοὺς εἶναι ἡ ταπείνωση. Μέσα ἀπὸ
τὰ κείμενα τοῦ Γένους μας βγαίνει πράγματι ὅτι ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι ἕνας ἐπηρμένος,
ἕνας ἐγωϊστικὸς πολιτισμός, χωρὶς ταπείνωση, ποὺ βλέπει καὶ ἀξιολογεῖ
περιφρονητικὰ τοὺς ἄλλους πολιτισμούς. Ἤδη ἐνωρὶς ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διεπίστωσαν τὴν ἔπαρση καὶ τὴ φυσίωση τῶν Δυτικῶν. Ἀντίθετα
ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀνατολῆς εἶναι πολιτισμὸς τῆς ταπείνωσης, τοῦ σταυροῦ, τῆς
συγκατάβασης. Θὰ παραθέσω γιὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἕνα συγκινητικὸ
κείμενο, γραμμένο ἀπὸ τὸν πολύπαθο καὶ μαρτυρικὸ πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι, ὁ ὁποῖος
ἀπαντᾶ στοὺς Δυτικοὺς ποὺ κατηγοροῦσαν τοὺς ὑπόδουλους Ὀρθοδόξους πὼς εἶναι ἀγράμματοι
καὶ ἀπολίτιστοι: «Ὅσον πῶς δὲν ἔχομεν σοφίαν καὶ μαθήματα, ἀλήθεια εἶναι. Ἀμὴ ἂς
μετρήσουν δύο πράγματα οἱ Λατῖνοι· πρῶτον ὅτι τὸν καιρὸν τὸν παλαιόν, ὅσον ἡ
σοφία ἐπολιτεύετο εἰς τὴν Ἑλλάδα, τοὺς Λατίνους οἱ Ἕλληνες εἶχον διὰ βαρβάρους·
καὶ τώρα ἂν ἐβαρβαρώθημεν ἡμεῖς καὶ ἐκεῖνοι ἐσοφίσθηκαν, παράδοξον δὲν εἶναι· ἡ
πτωχεία καὶ ἡ ἀφαίρεσις τῆς βασιλείας, μᾶς τὸ ἔκαμαν. Δεύτερον ἂς λογιάσουν ὅτι,
ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν, ἔχομεν Χάριτι Χριστοῦ σοφία ἐσωτέραν καὶ
πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε ἤμεσθεν
ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς Λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας, καὶ νὰ
σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην
πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐὰν εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν
Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα
διακοσίους χρόνους εὑρίσκεται καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ
νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν τους καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον
τῆς εὐσεβείας, καὶ σεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἠθέλω
ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ. Κάλλιον ἦτο νὰ ἔχει τινὰς καὶ τὰ δύο. Δὲν τὸ
ἀρνοῦμαι. Πλὴν ἀπὸ τὰ δύο, τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ»[5].
Καὶ
τέλος ἕνα πέμπτο χαρακτηριστικό, μολονότι μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπαριθμήσει
περισσότερα, εἶναι ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα, ἡ ὁποία ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ
Διαφωτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βολταίρου ἔχει κατασυντρίψει καὶ διαλύσει τὸν
πολιτισμὸ τῆς Δύσεως. Χάθηκε ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν οὐράνιο κόσμο, μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὴν
Ἐκκλησία. Χάθηκαν καὶ ἐξαφανίσθηκαν οἱ ἀρετές. Ὁ Βολταῖρος παθιασμένος φώναζε:
«Τσαλαπατῆστε, γκρεμίστε τὴν Ἐκκλησίαν». Ὁ σκοτεινὸς αὐτὸς Διαφωτισμὸς τῆς ἀπιστίας
καὶ ἀθεΐας δημιούργησε τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ἡ ὁποία ἐπὶ τέλους, μετὰ ἀπὸ
διακόσια χρόνια, ἄρχισε νὰ μελετᾶται κριτικὰ καὶ νὰ διαπιστώνεται ὅτι ἡ
πολυδιαφημισθεῖσα Ἐπανάσταση προκάλεσε τοῦ κόσμου τὰ προβλήματα· ἐγκρέμισε ἕναν
ὁλόκληρο πνευματικὸ κόσμο καὶ στὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημοκρατίας ἐξέθρεψε
τὴν ἀναρχία, τὴν ἀχαλίνωτη ἐλευθερία, τὴν ἔλλειψη σεβασμοῦ στὴν πειθαρχία, τὴν
νομιμότητα, τὴν τάξη. Ἔσβησε ἡ πίστη στὸν αἰώνιο κόσμο, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ
Θεός, καὶ οἱ ἀρετὲς ποὺ πηγάζουν ἀπ’ αὐτόν, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ἀπιστία αὐτὴ συνετέλεσαν κατὰ τὸν Κόντογλου, πολλοὶ διανοούμενοι τῆς
Δύσεως «δαιμονόψυχοι, ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι, ποὺ μισήσανε τὸν Θεό, ὅπως ὁ Βολταῖρος,
ὁ Νίτσε, ὁ Φρόϋντ, ὁ Σάρτρ»[6].
Ἐπίλογος
Αὐτὰ
λοιπὸν εἶναι λίγα μόνο χαρακτηριστικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι ὁ εὐρωπαϊκὸς
πολιτισμὸς διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔχουμε
συνειδητοποιήσει οἱ Ἕλληνες. Οἱ περισσότεροι νομίζουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα
στοὺς δύο πολιτισμούς, ὅτι ὅλοι πολιτιστικὰ εἴμαστε Εὐρωπαῖοι. Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν
τὴν παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ μεγάλου Φωτίου,
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ Γενναδίου
Σχολαρίου, τοῦ Κυρίλλου Λούκαρι, τῶν ἁγίων της Τουρκοκρατίας, τῶν Κολλυβάδων,
τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Κόντογλου, βλέπουν ὅτι ἀνάμεσα στοὺς δύο πολιτισμοὺς
«χάσμα μέγα ἐστήρικται».
Ἀντιλαμβάνεστε
λοιπὸν ποῦ εὑρίσκεται τὸ σημερινό μας χρέος. Χρειάζεται νὰ ὀργανωθεῖ πνευματικὴ
σταυροφορία γιὰ νὰ παρουσιασθοῦν αὐτὰ στὸν λαό μας. Γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ὑπάρχει
κίνδυνος πνευματικός, ἔστω καὶ ἂν ἐπιτύχουμε τὰ οἰκονομικὰ καὶ πολιτικὰ ἀνταλλάγματα
ποὺ διαρκῶς μᾶς προβάλλουν οἱ εὐρωπαϊστὲς πολιτικοί μας, πρώϊμοι καὶ ὄψιμοι.
Μπήκαμε καὶ ἐμεῖς ὅλοι στὸ πολιτικὸ παιχνίδι καὶ ἀκοῦμε συχνὰ καὶ ἐπαναλαμβάνουμε
ὅτι μὲ τὴν ἔνταξή μας στὴν Εὐρώπη ἐξασφαλίζουμε τὴ δημοκρατία, τὴν πολιτικὴ
σταθερότητα. Κανεὶς ἀσφαλῶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα.
Σκεφθήκαμε ὅμως τὸ τίμημα; Σκεφθήκαμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις οἱ Πατέρες
μας, ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς ἐκφραστὲς τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ καὶ ποὺ τοὺς τιμοῦμε
ὡς ἁγίους, τάχθηκαν ἐναντίον τῆς Εὐρώπης, ἐναντίον τῆς ἑνώσεως, ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν
τὶς συνέπειες, ἀκόμη καὶ τὴν πολιτικὴ ὑποδούλωση στοὺς Τούρκους; Τὰ ἔθνη δὲν
χάνονται, ὅταν ἀπολέσουν τὴν κρατική τους ὑπόσταση, ἀλλὰ ὅταν χάσουν τὸν
πολιτισμό, τὴν ψυχή τους. Ἂν λοιπὸν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ καθῆκον τῆς ἐπαγρυπνήσεως
περνάει εἰς ὅλους μας, γονεῖς καὶ ἐκπαιδευτικούς. Ἡ διάβρωση ἔχει προχωρήσει
πολύ, διαρκῶς τὰ πνευματικὰ κάστρα πέφτουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ πολιτικὴ καὶ
οἰκονομικὴ ἐνοποίησή μας μὲ τὴν Εὐρώπη εἶναι πλέον γεγονός. Δὲν μποροῦμε νὰ
γυρίσουμε πίσω. Πολλοὶ αἰσιοδοξοῦν ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία θὰ ἐπιτύχουν
καὶ πάλιν ὅ,τι ἐπέτυχαν ἐπὶ Ρωμαιοκρατίας καὶ Τουρκοκρατίας, θὰ ἀποτελέσουν τὴν
ζύμη ἢ τὸ ἅλας ποῦ θὰ νοστιμίσει τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Διατηρεῖ ὅμως τὸ ἅλας
τῆς Ὀρθοδοξίας τὴ δύναμή του; Καὶ «ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῆ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;». Ἤδη
ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν ὑπολογίζουν ὡς κομμάτι, καὶ μάλιστα τὸ
πιὸ ἀξιόλογό της εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Κυριαρχεῖ ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπως
φάνηκε στὸ γνωστὸ βιβλίο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας ποὺ κυκλοφόρησε καὶ ἐπρόκειτο
νὰ διδαχθεῖ στὰ σχολεῖα, καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ ἀποτελεῖ ἀγκάθι
γιὰ τὸν ἰσχυρὸ ἀκόμη παπισμό, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς διπλωμάτες καὶ πολιτικοὺς ποὺ ἐπηρεάζει,
τὴν ἐξωθεῖ στὸ περιθώριο τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων. Πῶς λοιπὸν ὑποστηρίζουν οἱ εὐρωπαϊσταί
μας ὅτι ὁδεύοντας πρὸς τὴν Εὐρώπη ὁδεύουμε πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἐνῷ σίγουρα
παίρνουμε τὸν δρόμο τῆς πολιτιστικῆς μας διάβρωσης καὶ ἀφομοίωσης; Μόνον ἂν
μείνουμε στὴν Ὀρθοδοξία, στὴν πίστη τῶν πατέρων μας, δὲν θὰ ξεχάσουμε καὶ δὲν θὰ
χάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας.
ΕΝΩΜΕΝΗ
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
[4]. Ὁμιλία καὶ ἀπολογία ἐν τῷ
μέλλειν ἀπέρχεσθαι. Βλ. ἐν D. Balfour, Politico-Historical Works of
Symeon archbishop of Thessalonica (1416-17 to 1429), Wien 1979, σελ. 47.
[6]. Φ. Κόντογλου, Μυστικά ἄνθη, σελ.
111-112: «Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη στὴν καρδιά μας… Οἱ ψυχὲς τῶν νέων εἶναι
ρημαγμένες ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτα, ποὺ τὰ ἀνεβάσανε στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὰ
σκοτεινὰ τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροί του ἀνθρώπου, κάποιοι
πνευματικοὶ ἀνθρωποφάγοι, ποὺ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλὸς λύκος
λεγόμενος Νίτσε, μιὰ μούμια σὰν παληόγρια, λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακὸς
Φρόϋντ κι ἕνα πλῆθος ἀπὸ τέτοια ὄρνια καὶ κοράκια καὶ νυχτερίδες. Ὅσοι τοὺς
θαυμάζανε, ἂς καμαρώσουνε σήμερα τὰ φαρμακερὰ μανιτάρια, ποὺ φυτρώσανε μέσα στὶς
καρδιὲς καὶ στὶς ψυχὲς τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητος». Βλ. ἐπίσης Κ.
Καβαρνού, Ἑλλὰς καὶ Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1987, σελ. 35, 44, 45.
Πηγή: